- Τσεχία
- Συνορεύει στα βόρεια με τη Γερμανία και την Πολωνία, στα νότια με τη Αυστρία και στα νοτιοανατολικά με τη Σλοβακία.Όταν διασπάστηκε η Τσεχοσλοβακία, στη Δημοκρατία της Τσεχίας παρέμειναν το ιστορικό βασίλειο της Βοημίας, η Μοραβία και τμήμα της ιστορικής γεωγραφικής ενότητας της Σιλεσίας. Η υπόλοιπη Σιλεσία αποτελεί τη σύγχρονη Πολωνία, με την οποία η Τσεχία συνορεύει στο βορρά.Η χώρα διαιρείται διοικητικά σε 8 επαρχίες: Κεντρική Βοημία (Πράγα), Νότια Βοημία (Τσέσκε Μπουντεγιόβιτσε), Δυτική Βοημία (Πίλσεν), Βόρεια Βοημία (Ούσπ ναντ Λάμπεμ), Ανατολική Βοημία (Χράντετς Κράλοβε), Νότια Μοράβια (Μπρνο), Βόρεια Μοράβια (Όστραβα) Πράγα (πρωτεύουσα). Γλώσσα και εθνότητες: Επίσημη γλώσσα είναι η Τσεχική. Υπάρχουν όμως μερικοί που μιλούν Σλοβακικά. Η μεγάλη πλειοψηφία των κατοίκων είναι Τσέχοι (81,2%). Υπάρχουν επίσης Μοραβοί (13,2%), Σλοβάκοι (3,1%), Πολωνοί κ.ά.Η Τσεχία είναι ανεξάρτητο κράτος από το 1993, όταν διαλύθηκε το ενιαίο κράτος της Τσεχοσλοβακίας και δημιουργήθηκαν δύο ξεχωριστές χώρες, η Τσεχία και η Σλοβακία. Το Σύνταγμα της χώρας ισχύει από 1ης Ιανουαρίου 1993 και προβλέπει ότι η νομοθετική εξουσία ασκείται από δύο σώματα: τη Βουλή καιτη Γερουσία. Η Βουλή αποτελείται από 200 μέλη, που εκλέγονται για 4 χρόνια. Η Γερουσία αποτελείται από 81 μέλη, που εκλέγονται για 6 χρόνια. Κάθε δύο χρόνια το 1/3 των μελών της ανανεώνεται με εκλογές.
0 Πρόεδρος της Δημοκρατίας εκλέγεται σε κοινή συνεδρίαση των δύο σωμάτων, η θητεία του είναι πενταετής και δεν μπορεί να έχει περισσότερες από δύο συνεχόμενες θητείες.Η δικαιοσύνη είναι ανεξάρτητη. Το Ανώτατο Δικαστήριο είναι το πρώτο στην ιεραρχία. Υπάρχει επίσης και Ανώτατο Διοικητικό Δικαστήριο, τοπικά και περιφερειακά δικαστήρια και εφετεία. Υπάρχει επίσης ένα 15μελές Συνταγματικό Δικαστήριο.
Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας ορίζει τους δικαστές του Συνταγματικού Δικαστηρίου και τοποθετεί τον Πρόεδρο και τον Αναπληρωτή Πρόεδρο του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Θρησκεία: Το 43% του πληθυσμού είναι Ρωμαιοκαθολικοί. Ανώτατη αρχή είναι ο αρχιεπίσκοπος της Πράγας. Υπάρχουν επίσης 5 επισκοπές. Η Ορθόδοξη εκκλησία χωρίζεται σε δύο τμήματα. Κεφαλή της ορθόδοξης εκκλησίας είναι ο Πατριάρχης Τσεχίας και Σλοβακίας, ενώ της Εκκλησίας στην Τσεχία ο Αρχιεπίσκοπος Πράγας.
Υπάρχει επίσης ένας αριθμός πιστών, που ανήκει στην προτεσταντική εκκλησία.Η εκπαίδευση είναι υποχρεωτική μεταξύ 6-16 ετών. Λειτουργεί επίσης σύστημα προσχολικής παιδείας (νηπιαγωγεία για παιδιά από 3-6 ετών). Η βασική εκπαίδευση διαρκεί 8 χρόνια. Στη συνέχεια το σύστημα διαιρείται σε Γυμνάσια και Τεχνικά Εκπαιδευτήρια. Η παρακολούθηση και στα δύο είναι τετραετής.
Οι σπουδαστές μπορούν να συνεχίσουν σε Πανεπιστήμια και άλλα ανώτατα εκπαιδευτήρια.Η στρατιωτική θητεία είναι υποχρεωτική και διαρκεί 12 μήνες. Η Τσεχία επιδιώκει να ενταχθεί στο NATO και συνεργάζεται ήδη με προγράμματα της Συμμαχίας. Ο συνολικός αριθμός των στρατιωτών της χώρας είναι 92.900 άνδρες.Στο σημερινό τσεχικό έδαφος, το ανάγλυφο άρχισε να εμφανίζεται στο Παλαιοζωικό, όταν ανυψώθηκε το βοημικό «χορστ», συμπαγές υψίπεδο κρυσταλλοπαγών βράχων. Επιπεδοποιημένο και φθαρμένο από τη διάβρωση, κατακλύσθηκε στη συνέχεια από τη θάλασσα του Μεσο-ζωικού αιώνα, που κάλυψε με μάργα, άργιλο και ψαμμί-τες τους γρανίτες και τους πρωτογενείς σχίστες (που σήμερα αναδύονται εκεί όπου η ιζηματογενής επικάλυψη καταστράφηκε από τη διάβρωση). Ολόκληρη η περιοχή ανυψώθηκε και ανανεώθηκε στη συνέχεια κατά την αλπική ορογένεση, που κατακερμάτισε θεαματικά τα περιφερικά ανάγλυφα, προκαλώντας επίσης θεαματική ηφαιστειακή δράση, ιδιαίτερα στην εσωτερική πλευρά των Ερτσγκεμπίργκε, όπου η παρουσία πολυάριθμων θερμών πηγών δημιούργησε περίφημους ιαματικούς σταθμούς. Η Βοημία απέκτησε έτσι το γενικό χαρακτήρα λεκάνης ελαφρά κεκλιμένης προς τα βόρεια, στην οποία δεσπόζουν ακανόνιστες ορεινές ράχες και μεμονωμένες κορυφές. Αυτή παρουσιάζει συμπαγή όγκο από παλαιούς βράχους στο νότιο τμήμα, ενώ τα βόρεια βαθύπεδα, λίγο ή πολύ εκτεταμένα, γέμισαν από εναποθέσεις του Κρητιδικού καιτου Καινοζωικού.
Μια μείωση των ωθήσεων που έγινε κατά τις τελευταίες φάσεις της αλπικής ορογένεσης βοήθησε στο σχηματισμό του μοραβικού βαθυπέδου, περιοχής που χαμήλωσε με αργό ρυθμό ανάμεσα στο ερκυνικό και στο αλπικοκαρπαθικό συγκρότημα, που καλύπτεται από εναποθέσεις του Τριτογενούς και του Τεταρτογενούς, στις οποίες υπάρχει ένα εύφορο στρώμα «λες».Η Βοημία καταλαμβάνει τη δυτική πλευρά της Τσεχίας. Αποτελείται από ένα εκτεταμένο τετράπλευρο υψηλών γαιών, στο κέντρο του οποίου βρίσκεται η Πράγα. Το βοημικό ανάγλυφο περιλαμβάνει τέσσερις κύριες οροσειρές, που σχηματίζουν το λεγόμενο Βοημικό Τετράπλευρο. Η βορειοδυτική παρυφή της βοημικής κόγχης καταλαμβάνεται από τα Ερτσγκεμπίργκε ή Μεταλλοφόρα Όρη -όνομα που προέρχεται από τα άφθονα μεταλλεύματα, τα οποία υπάρχουν σε αυτά. Η οροσειρά εκτείνεται επί 140 χλμ., από τα νοτιοδυτικά προς τα βορειοανατολικά. Το ανάγλυφο κλίνει ελαφρά προς τη γερμανική Σαξονία, ενώ είναι απόκρημνο και τραχύ προς το εσωτερικό της λεκάνης. Εκεί όπου ο Έλβας εγκαταλείπει τη Βοημία για να εισχωρήσει στη Σαξονία, υπάρχει μια μοναδική σειρά υψωμάτων, η λεγόμενη Βοημική Ελβετία.
Στα βορειοανατολικά, στα σύνορα με την Πολωνία, η βοημική κόγχη κλείνεται από τα Σουδητικά Όρη, που καταλαμβάνουν έκταση 300 περίπου χιλιομέτρων. Δεν παρουσιάζονται ενιαία και συμπαγή, αλλά είναι κατακερματισμένα σε πολλές μικρότερες οροσειρές, η κυριότερη από τις οποίες είναι τα Όρη των Γιγάντων. Μια από τις κορυφές τους, η Σνιέσκα (θόλος από χιόνι) φτάνει τα 1.603 μ. Κοντά στα σύνορα με τη Σιλεσία υψώνονται τα Όρη των Αετών. Η οροσειρά τελειώνει με το συγκρότημα των βουνών Γέσενικ, στα οποία δεσπόζουν οι στρογγυλωπές κορυφές του Πράντιεντ σε υψόμετρο 1.492 μέτρα.
Στα νοτιοδυτικά βρίσκεται ο Βοημικός Δρυμός, περιοχή που διαρρέεται από ορμητικούς ποταμούς και καλύπτεται από πυκνή δασώδη βλάστηση. 0 Βοημικός Δρυμός ξεκινά από τον ορογραφικό κόμβο των Φιχτελγκε-μπίργκε, για να καταλήξει ύστερα από 230 χλμ. στην κοιλάδατου Δούναβη. Παρουσιάζεται με απομονωμένες κορυφές, με αρκετά εκτεταμένα οροπέδια, μεγάλες κοιλάδες και φθάνει το μέγιστο ύψος των 1.456 μέτρων.
Στα νοτιοανατολικά τέλος, την κόγχη κλείνουντα Μοραβικά υψώματα, μέρος και αυτά του ερκυνικού βοημικού ορεινού όγκου. Πρόκειται για μια σειρά από λοφώδεις ράχες με μέσο ύψος 500-600 μέτρα και κυματοειδή οροπέδια. Το εσωτερικό τμήμα του βοημικού τετραπλεύρου που σχηματίζουν τα γύρω ανάγλυφα, αποτελείται από ένα υψίπεδο ελάχιστα ανυψωμένο με μερικές κυματώσεις. Στο σύνολό της η κόγχη ακολουθεί μια διπλή κλίση. πρώτα προς τη μεσαία γραμμή, που είναι φανερή από τα συμμετρικά ζεύγη των ποταμών που εκβάλλουν στον Μολδάβα, και μετά από τα νότια προς τα βόρεια, βοηθώντας τη διεύθυνση του ρου του ποταμού - συλλέκτη, του Μολδάβα, παραποτάμου του Έλβα. Στο μέσο της Βοημίας υψώνονται δύο μικρές απομονωμένες κορυφές: η Ρζιπ, στα βόρεια της Πράγας, που έχει υψόμετρο 456 μέτρα, και η Μπλάνικ, στα βόρεια της Τάμπρο, με υψόμετρο 638 μέτρα.
Περιοχή αρχαίου οικισμού, η Βοημία περιορίζει την αρχική φυτική επικάλυψη στην ορεινή περιφερική λωρίδα. Υπάρχουντόσο βε-λονόφυλλα όσο και πλατύφυλλα, με επικράτηση του πεύκου, του ελάτου, της βαλανιδιάς και της οξυάς. Στις κεντρικές περιοχές επικρατούν οι καλλιέργειες.
Η Μοραβία και n Σιλεσία. Η Μοραβία, που καταλαμβάνει το νοτιοανατολικό τμήμα της χώρας, είναι μια περιοχή επαφής ανάμεσα στις ακραίες παραφυάδες του ερκυνικού ορεινού όγκου και στα πρώτα α-ντερείσματατων Καρπαθίων. Αποτελεί επίσης ένα είδος συνδέσμου ανάμεσα στα βαθύπεδα του Δούναβη και σε εκείνα των λεκανών του Όντερ και του Βιστούλα. Στη μέση βρίσκεται η κοιλάδα του Μοράβα, που καλύπτεται από εναποθέσεις του Τριτογενούς και του Τεταρτογενούς. Λοφώδεις σχηματισμοί και η οροσειρά Χρζίμπι διακόπτουν τη συνέχεια των πεδινών εκτάσεων, σχηματίζοντας όλο και πιο εκτεταμένες λεκάνες από βορρά προς νότον (λεκάνες των Όλομουτς, Γκότβαλντοβ, Μπρνο, Χόντονιν). Τα υψώματατης Μοραβίας εκτείνονται από την κόγχη του Τρζέμπον ώς την άνω κοιλάδα του Σβίταβα και εκφυλίζονται προς τις κοιλάδες του Δούναβη και του Μοράβα με αναβαθμίδες που οι ποταμοί έχουν χαράξει βαθιά. Η περιοχή αντιστοιχεί τουλάχιστον κατά ένα μέρος στη λεκάνη του Μοράβα, που πηγάζει από το Σνέζνικ στα Σουδητικά Όρη. Το έδαφος διαιρείται σε δύο κύριες λεκάνες, που ονομάζονται γενικά Mo-ραβικές Πεδιάδες. Η βόρεια είναι πλούσια σε γόνιμα εδάφη και η νότια συνδέεται με τη λεκάνη του Μπρνο μέσω του «διαδρόμου» του ποταμού Ντίγε και, προς τα νότια, με το αυστριακό Μάρτσφελντ.
Στα βορειοανατολικά η Μοραβία κλείνεται από ένα ορεινό περίγραμμα, που εκτείνεται από τα όρη Γέσενικ στα δυτικά ώς τα πρώτα αντερείσματα των Μπέσκιντι στα ανατολικά. Πρόκειται για την πρώην αυστριακή περιοχή της Σιλεσίας, που από οικονομική άποψη είναι πολύ σημαντική, λόγω της παρουσίας πλούσιων γαιανθρακοφόρων κοιτασμάτων. Εκτός αυτών και των κοιτασμάτων σιδήρου, ο ορυκτός πλούτος είναι περιορισμένος.Λόγω της θέσης της στην καρδιά της Ευρώπης, η Τσεχία παρουσιάζει ένα κλίμα μεταβατικό ανάμεσα σε εκείνο του ωκεάνιου τύπου, χαρακτηριστικό της δυτικής Ευρώπης, και στο ηπειρωτικό των ανατολικών περιοχών. Συνολικά θεωρείται κλίμα ηπειρωτικό εύκρατο, αλλά η παρουσία των αναγλύφων είναι αιτία αισθητών κλιματικών διαφορών από ζώνη σε ζώνη.
Το χειμώνα η Τσεχία υπόκειται κυρίως στη βορειοανατολική εισροή των αντικυκλωνικών μαζών αέρα, έτσι που η εποχή παρουσιάζεται ψυχρή και ξηρή. Από την άνοιξη ώς το φθινόπωρο υπάρχουν αντίθετα κυκλωνικές δράσεις, που προέρχονται από τα δυτικά και τα νότια, και το κλίμα είναι ηπιότερο και βροχερό. Η ηπειρωτικότητα εκφράζεται από τις υψηλές ετήσιες θερμοκρασιακές διακυμάνσεις. Στην Πράγα η μέση ετήσια θερμοκρασία είναι 9,5° Κελσίου, με μέση θερινή τον Ιούλιο τους 18° Κελσίου και χειμερινές τον Ιανουάριο τον 1° Κελσίου. Οι ετήσιες διακυμάνσεις αυξάνονται προς τα ανατολικά. Ιδιαίτερα δριμείς είναι οι χειμώνες, λόγω του ορεινού τού εδάφους, και συχνές οι χιονοπτώσεις. Ομοίως με τη θερμοκρασία, οι βροχοπτώσεις εξαρτώνται από το ανάγλυφο, αλλά στο σύνολο δεν είναι ποτέ ιδιαίτερα υψηλές. Η Τσεχία έχει περίπλοκλη υδρογραφία και διοχετεύει περισσότερα από τα μισά νερά της στη Μαύρη Θάλασσα (Εύξεινο Πόντο) μέσω του Δούναβη, ένα μεγάλο μέρος στη Βόρεια Θάλασσα μέσω του Έλβα και ένα μικρότερο στη Βαλτική μέσω του Όντερ και του Βιστούλα.
Η Βοημία αντιστοιχεί σε μια καλά καθορισμένη υδρογραφική ενότητα. Μπορεί να θεωρηθεί ολόκληρη ως λεκάνη του Έλβα, που δέχεται εκεί τον Μολδάβα και τον Όχρζε. Άλλοι ποταμοί που κατεβαίνουν από τα περιφερικά ανάγλυφα, όπως ο Μπέροουνγκα και ο Σάζαβα, τείνουν να συγκεντρωθούν στο κέντρο, όπου εκβάλλουν στον Μολδάβα και μέσω αυτού στον Έλβα. 0 τελευταίος αυτός πηγάζει από τα Όρη των Γιγάντων και ρέει στο έδαφος της Τσεχίας και της Μολδαβίας επί 256 χλμ. 0 κυριότερος όμως βοημικός ποταμός είναι ο Μολδάβας (Βλτάβα, στα τσεχικά), που πηγάζει από τον Βοημικό Δρυμό κοντά στην Άρμπερ, προχωρεί ελικοειδώς προς τα νοτιοανατολικά και κατευθύνεται σταθερά προς βορράν. Στη συνέχεια διαρρέει την Πράγα και χύνεται μετά 440 χλμ. στον Έλβα, στη Μιέλνικ. Κατά μήκος του ρου του σχηματίζονται υδατοταμιευτήρες, οι οποίοι προσφέρονται για αθλήματα. Επίσης, έχουν κατασκευαστεί φράγματα, που διευκολύνουν την ποταμοπλοΐα και παρέχουν υδροηλεκτρική ενέργεια στην Πράγα και σε άλλες νοτιότερες πόλεις. Η Μοραβία ανήκει σχεδόν ολόκληρη στη λεκάνη του Δούναβη, στον οποίο κατεβαίνει ο Μοράβας, που πηγάζει από τα Σουδητικά Όρη. Η Σιλεσία, αντίθετα, αποστραγγίζεται στον Όντερ, που έχει το αρχικό τμήμα τού ρου του στην Τσεχία.Άφθονες μαρτυρίες, ιδιαίτερα στη Μοραβία, μας βεβαιώνουν για την παρουσία του ανθρώπου στην Τσεχία από τη νεότερη Παλαιολιθική εποχή και μετά. Στη συνέχεια, η περιοχή υπήρξε έδρα ενός από τους μεγαλύτερους ευρωπαϊκούς πληθυσμούς της εποχής του ορειχάλκου.
Οι πρώτοι ιστορικά γνωστοί πληθυσμοί είναι οι Βόιοι, κελτική φυλή, από την οποία πήρε το όνομά της η Βοημία. Οι λαοί αυτοί είναι βέβαιο ότι έμειναν εκεί ώς τον 1o μ.Χ. αι., όταν άρχισαν οι πρώτες γερμανικές μεταναστεύσεις, τις οποίες ακολούθησαν οι σλαβικές. Οι τελευταίες αυτές έφεραν στο σημερινό τσεχικό έδαφος τους Μοραβούς και τους Τσέχους, που εγκαταστάθηκαν εκεί μόνιμα. Κατά την εγκατάσταση τους, δέχτηκαν πολλές φορές την επίθεση των Ούγγρων στα νότια, ενώ στα βόρεια κατέφθαναν γερμανικοί λαοί, που προσελκύονταν από τα ορυχεία του Βοημικού Δρυμού, των Ορέων των Γιγάντων και των Σουδητικών. Στις αρχές του 15ou αι., στοτσεχικό έδαφος κατοικούσαν ακόμα ετερογενείς πληθυσμοί. Το ουσιτικό κίνημα έδωσε για πρώτη φορά στον τσεχικό λαό εθνική συνείδηση. Ώς την κατάρρευση της αυστροουγγρικής αυτοκρατορίας, η χώρα δεν είχε ακόμη την εθνολογική προσωπικότητα που απέκτησε χάρη στις συνθήκες του 20ou αιώνα. Ένα μεγάλο ποσοστό του τσεχικού πληθυσμού ζει ακόμα σε χωριά. Στη Βοημία, στη Μοραβία και στη Σιλεσία ο αγροτικός πληθυσμός ζει κυρίως συγκεντρωμένος σε κέντρα και δεν είναι διασκορπισμένος στην ύπαιθρο. Οι βασικοί τύποι χωριών περιορίζονται σε τέσσερις: το χωριό με τα ακανόνιστα κτισμένα σπίτια (Haufendorf), το συνηθισμένο χωριό κατά μήκος του δρόμου (Strassendorf), που μερικές φορές μπορεί να έχει μια πλατεία στη μέση (Angerdorf). Με αυτό συνυπάρχει, στη δυτική Βοημία, το στρογγυλό χωριό (Runddorfr\ Rund/ing).
Στα ανάγλυφα επικρατεί το «αλυσιδωτό» χωριό, με σπίτια ευθυγραμμισμένα στα όρια του δάσους (Waldhufendorf), σε φανερή σχέση με τη γερμανική αποίκιση του 11ou και 12ou αιώνα.Οι τσεχικές πόλεις χρονολογούνται, οι περισσότερες, από την εποχή του γερμανικού αποικισμού, δηλαδή από το 12o και 15o αι., και κτίστηκαν συχνά κοντά στη συμβολή δύο ποταμών ή στο εσωτερικό μιας καμπής ποταμού. Μερικές κτίστηκαν από τους κατοίκους μιας πόλης που βρισκόταν σε λιγότερο ευνοϊκή τοποθεσία. Και το παλιό και το νέο κέντρο διατήρησαν το ίδιο όνομα και ξεχωρίζουν από τα επίθετα «παλιά» και «νέα».
Κέντρο της αστικής ζωής ήταν και είναι σήμερα το Ring, η πλατεία της αγοράς, ωοειδής ή τετράπλευρη, που περιβάλλεται από σπίτια με στοιχεία γοτθικής τέχνης ή τέχνης της Αναγέννησης και μπαρόκ, με το Δημαρχείο, τη μητρόπολη και στη μέση μια στήλη, ένα άγαλμα, ένα σιντριβάνι που σκιάζεται από μεγάλα δέντρα. Παρ’ όλο που επαναλαμβάνεται παντού, το Ring είναι υποβλητικό, ιδιαίτερα στις πιο μικρές και πιο ήσυχες πόλεις.
Από τις πιο σημαντικές πόλεις είναι: η Πράγα, η Μπρνο, η Όστραβα, η Πίλσεν, η Χαβιρζόβ και η Ολομούτς.Πριν από το B’ Παγκόσμιο Πόλεμο, η Τσεχοσλοβακία ήταν μία από τις πιο εκβιομηχανισμένες χώρες του κόσμου, παρά τις μικρές εδαφικές διαστάσεις της και τον περιορισμέο πληθυσμό της. Μετά την απελευθέρωση η οικονομία γνώρισε μια περίοδο αστάθειας, εξαιτίας της έλλειψης φυσικών πόρων και της εξάρτησης από το διεθνές εμπόριο, στα οποία προσετίθεντο σημαντικές πολιτικές δυσκολίες. Από το 1945 άρχισε να αναπτύσσεται ένα σύστημα σχεδιασμού και συγκεντρωτικής διεύθυνσης της οικονομίας, ενώ σημαντικοί τομείςτης βιομηχανίας κρατικοποιήθηκαν. Στη γεωργία εγκαινιάστηκε η αγροτική μεταρρύθμιση, με τη διανομή των γαιών στους χωρικούς και τη δημιουργία συνεταιρισμών, ενώ στη βιομηχανία, με το πρώτο πενταετέςσχέδιο (1948-1953), σημειώθηκε γρήγορη ανάπτυξη και διπλασιασμός της παραγωγής. Βαθμιαία διαμορφώθηκαν αναπτυξιακές τάσεις χαρακτηριστικές του σοβιετικού συστήματος και καταργήθηκαν οι μηχανισμοί της αγοράς. Το συγκεντρωτικό πρότυπο, που εφαρμόστηκε από το 1953 ώς το 1965, χαρακτηριζόταν από έναν έντονο ρυθμό ανάπτυξης στους τομείς που αναφέρονταν ως πρωτεύοντες, αλλά και από στασιμότητα στον αγροτικό τομέα και στον τομέα των καταναλωτικών αγαθών, καθώς και από κάμψη της βιομηχανικής παραγωγής. 0 ρυθμός ανάπτυξης της οικονομίας ελαττωνόταν σταδιακά, ώσπου η κρίση εκδηλώθηκε με ιδιαίτερη ένταση το 1962-1963, προκαλώντας αποτελμάτωση της ανάπτυξης του βιοτικού επιπέδου. Φαινόταν καθαρά πως το συγκεντρωτικό σύστημα δεν ήταν προσαρμοσμένο με την πραγματικότητα. Με αυτή τη βάση μια ομάδα οικονομολόγων, με επικεφαλής τον Ότα Σικ, επεξεργάστηκε ένα «Σχέδιο νέου συστήματος της σχεδιασμένης διεύθυνσης της εθνικής οικονομίας», που προέβλεπε μερικές ριζικές αλλαγές στην ίδια την ουσία του οικονομικού συστήματος καιτη δημιουργία μιας «σοσιαλιστικής οικονομίας της αγοράς»; οι αρχές του σοσιαλιστικού σχεδιασμού δεν αμφισβητούνταν αλλά απλώς εφαρμόζονταν περισσότερο ορθολογικά. Τα μεταρρυθμιστικά μέτρα, που άρχισαν να εφαρμόζονται από το 1967 με πολλά θετικά αποτελέσματα, προκάλεσαν σοβαρές διαφωνίες ανάμεσα στους εισηγητές τους, καθώς και στους υποστηρικτές του άκαμπτου σχεδιασμού. Η τάση προς μια ευρύτερη φιλελευθεροποίηση έγινε αισθητότερη και μετατοπίστηκε από το οικονομικό πεδίο σε όλες τις εκδηλώσεις της ζωής της χώρας. Σύντομα φάνηκε καθαρά πως θα ήταν δύσκολο να λειτουργήσει μια σοσιαλιστική οικονο-μίατης αγοράς χωρίς μεγαλύτερη πολιτική ελευθερία. Οι διαφωνίες προκάλεσαν, το 1968, την επέμβαση των χωρών του Συμφώνου της Βαρσοβίας και η άνθηση της «Άνοιξης της Πράγας» ανακόπηκε απότομα. Τα επόμενα χρόνια, που σφραγίστηκαν αποφασιστικά από το γεγονός αυτό, σημείωσαν την επιστροφή σε μια συγκεντρωτική οικονομία. Η κατάσταση αυτή διήρκεσε μέχρι το 1989. Σήμερα η Τσεχία είναι μία από τις χώρες του πρώην ανατολικού μπλοκ που έχει καλή οικονομική βάση. Οι εργαζόμενοι στο βιομηχανικό τομέα είναι έμπειροι, οι βιομηχανίες έχουν σε μεγάλο βαθμό σύγχρονη τεχνολογία. Η ιδιωτικοποίηση έχει προχωρήσει σημαντικά και έχει προσελκύσει πολλούς ξένους επενδυτές. Το Α.Ε.Π. είναι 155, 9 δις δολ. (μέσος όρος των ετών 1991-93). Οι θερμοηλεκτρικοί σταθμοί προσφέρουν τα 2/3 της ηλεκτρικής ενέργειας, ένα μικρό μέρος (3%) προέρχεται από υδροηλεκτρικούς σταθμούς, ενώ το υπόλοιπο καλύπτεται από πυρηνικά εργοστάσια. Η ανεργία είναι χαμηλή (8,5%).Η αγροτική οικονομία (γεωργία, κτηνοτροφία, αλιεία και δάση) απασχολεί το 5% του ενεργού πληθυσμού. Τα γεωργικά προϊόντα που παράγονται είναι κυρίως σιτάρι, κριθάρι, ζαχαρότευτλα, πατάτες κ.ά. Η αλιεία αποφέρει κάπου 24.000 τόνους αλιεύματος. Τα δάση αποδίδουν 10,5 εκ. κυβικά μέτρα ξυλείας.Πάνω από το μισό της καλλιεργούμενης γης είναι αφιερωμένο στα δημητριακά: σιτάρι, κριθάρι και σίκαλη. Υπερέχει η σιτοκαλλιέργεια, της οποίας η παραγωγή αυξάνεται από χρόνο σε χρόνο. Αυξάνεται επίσης και η παραγωγή κριθαριού, που χρησιμοποιείται στη ζυθοποιία, ενώ και η βρώμη και το καλαμπόκι σημειώνουν αύξηση, αν και σε μικρότερο βαθμό. Η πατάτα, που καλλιεργείται κυρίως στα καρπαθικά και βοημικά υψώματα, έχει ακόμα σημαντικό ρόλο στη διατροφή. Η αμπελοκαλλιέργεια έχει περιοριστεί στις καλύτερες από κλιματική άποψη περιοχές της Moραβίας και στην πεδιάδα του Μελνίκ στη Βοημία.
Από τα βιομηχανικά φυτά, η καλλιέργεια του ζαχαρότευτλου είναι σημαντική ιδιαίτερα στη βόρεια Βοημία και στη Μοραβία. Η παραγωγή λυκίσκου, εξαιρετικής ποιότητας, αυξάνεται συνεχώς, σημαντικές μάλιστα ποσότητες διοχετεύονται στις εξαγωγές. Οι σπουδαιότερες ζώνες παραγωγής βρίσκονται στο Ζάτετς, στην κοιλάδα του Όχρζε. Τα δάση καλύπτουν ένα πολύ μεγάλο τμήμα της συνολικής έκτασης της χώρας και αποτελούν σημαντική πλουτοπαραγωγική πηγή. Άλλοτε τα δάση (που είναι κατανεμημένα κυρίως στις ορεινές περιοχές) ανήκαν στους μεγάλους γαιοκτήμονες, οι οποίοι και τα εκμεταλλεύονταν. Τα πεύκα καιτα έλατα καλύπτουν τη μισή δασική έκταση. Η ξυλεία που παράγεται τροφοδοτεί μεγάλες εξαγωγές, αλλά και πριονιστήρια, χαρτοποιίες, εργοστάσια επίπλων.Η κτηνοτροφία ακμάζει παντού, τόσο στους ορεινούς βοσκότοπους - όρη του Βοημικού Τετραπλεύρου και κυρίως Καρπάθια - και στη βοημική κόγχη. Στη Βοημία, όπως και στη Μοραβία, με την εντατική εκτροφή βοοειδών παράγονται μεγάλες ποσότητες κρέατος, γάλακτος και τυριού. Με το πέρασμα του χρόνου, ελαττώνεται η εκτροφή αλόγων, παραδοσιακή άλλοτε στις ζώνες που συνορεύουν με την Ουγγαρία. Κοινή συνήθεια όλων των αγροτικών οικογενειών είναι η εκτροφή χοίρων, δεν λείπουν όμως και οι μεγάλες σύγχρονες εγκαταστάσεις για τη χοιροτροφία σε βιομηχανική κλίμακα. Η κτηνοτροφία είναι διαδεδομένη και περιλαμβάνει 3 εκ. αγελάδες, 4 εκ. χοίρους, 200.000 πρόβατα, 25 εκ. κοτόπουλα. Η παραγωγή είναι κυρίως μοσχαρίσιο και χοιρινό κρέας, κοτόπουλα και γάλα.Ο Μεσαίωνας. Κελτικά φύλα (οι Βόιοι, 6ος π.Χ. αι.-1ος μ.Χ. αι.) κατοικούσαν αρχικά στη σημερινή Τσεχία. Τους διαδέχθηκαν λαοί γερμανικής καταγωγής, οι Κουάδοι και οι Μαρκομάνοι, που απωθήθηκαν προς τα ανατολικά μετά τη ρωμαϊκή κατάκτηση.
Η απόπειρα να ιδρυθεί μεγάλο σλαβικό βασίλειο στον τσεχικό χώρο, έγινε κατά τον 7o αι. από το Σλάβο βασιλιά Σάμο (623-658), που επεξέτεινε την εξουσία του στη Βοημία, στη Μοραβία και σε μεγάλο μέρος της άνω λεκάνης του Δούναβη. Με την παρακμή της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, οι Τσέχοι ανεξαρτητοποιήθηκαν υπό τον ηγεμόνα Μόι-μιρ. Κατά τη βασιλεία του διαδόχου του Po-στισλάου, αναπτύχθηκαν (862) σχέσεις μετο Βυζάντιο, από όπου έφτασε στη Μοραβία και ο Μεθόδιος, ο οποίος πρώτος άρχισε τον εκ-χριστιανισμό των κατοίκων της χώρας.
Τον 9o αι. ο Σβάτοπλουκ (871-894) ίδρυσε ένα μεγάλο κράτος, τη Μεγάλη Μοραβία, που περιελάμβανε τη Μοραβία, τη Βοημία, μέρος της Γαλικίας και τη Σιλεσία, που διαλύθηκε μετά το θάνατό του. Η Μοραβία ετέθη υπό την εξουσία των Ούγγρων, ενώ η Βοημία διατήρησε την ανεξαρτησία της. Το 10o αι. οι Πσεμισλίδες εγκατέστησαν εδώ το βασίλειο τους. Ένας από αυτούς, ο Ότοκαρ A’ (1197-1230) ανακηρύχθηκετέσσερις φορές βασιλιάς της Βοημίας από τους Γερμανούς αυτοκράτορες και τον πάπα Ιννοκέντιο Γ’. Ο Ότοκαρ B’(1253-1278) θαγινόταν μάλιστα και βασιλιάς της Ρώμης, αν οι Γερμανοί εκλέκτορες δεν φοβούνταν τη δύναμή του. Το 1306 οι Πσεμισλίδες εξέλιπαν με το θά-νατοτου Βεγκεσλάου Γ’ καιτους διαδέχθηκε (1310) η οικογένειατων Λουξεμβούργων. Με τη δυναστεία αυτή σημειώνεται η αρχή μιας πνευματικής άνθησης, που στηρίχθηκε κατά πολύ στη γαλλογερμανική επίδραση. Από τότε η Βοημία ενσωματώθηκε οριστικά στον πολιτισμό και στις ιστορικές περιπέτειες της Δυτικής Ευρώπης. 0 Κάρολος A’, που διαδέχθηκε τον πατέρα του Ιωάννη του Λουξεμβούργου το 1346 και κατέλαβε αργότερατον αυτοκρατορικό θρόνο με το όνομα Κάρολος Δ’, επικύρωσε την ανεξαρτησία και την ακεραιότητα του βοημικού στέμματος. Σε αυτόν οφείλονται η ίδρυση του πανεπιστημίου της Πράγας (1348) και η πρώτη οικοδομική ανάπτυξη της τσεχικής πρωτεύουσας. Κατά τη βασιλεία του γιου του, Βεγκεσλάου Δ’, ανα-φάνηκε και ο θρησκευτικός μεταρρυθμιστής Γιαν Χους, που τελικά κάηκε ζωντανός (1415) στην Κωνστάντζα, αλλά κατάφερε να ενσαρκώσει τα ανανεωτικά ιδανικά της χριστιανικής κοινωνίας, εκφράζοντας παράλληλα και τις εθνικές κοινωνικές αντιθέσεις του κόσμου των πόλεων.
Το 1458 η τσεχική αριστοκρατία έφερε στο θρόνο τον Γεώργιο του Πόντεμπραντι, εκπρόσωπο του μετριοπαθούς ρεύματος («ουτρακιστές») των ουσιτών, που έβγαλε τη χώρα από την πάλη των φατριών και καλλιέργησε σχέδια ευρωπαϊκής ειρήνευσης και συνεργασίας. Έπειτα η Βοημία ενώθηκε με την Ουγγαρία, με ηγεμόνες της δυναστείας των Γιαγκελώνων. Όταν ο Λουδοβίκος B’ έπεσε στη μάχη του Μόχατς (1526) εναντίον των Τούρκων, η βοημική Δίαιτα εξέλεξε τον Φερδινάνδο των Αψβούργων, αναθέτοντας τις τύχες της χώρας στον οίκο της Αυστρίας.
Η περίοδος των Αψβούργων. Οι Αψβούργοι ένωσαν τις χώρες αυτές με τα δικά τους φτωχά εδάφη των Άλπεων και δημιούργησαν ένα μεγάλο ενιαίο κράτος. Τσέχοι και Ούγγροι αντιστάθηκαν και οι δεύτεροι μάλιστα κατάφεραν να διατηρήσουν για περισσότερο χρόνο, από ό,τι οι Τσέχοι, την ελευθερία τους υποστηριζόμενοι από τους Τούρκους. Οι Τσέχοι προσπάθησαν να στασιάσουν και εκπαραθύρωσαν τους αντιπροσώπους του αυτοκράτορα. Η αριστοκρατία ξεσηκώθηκε κατά του Φερδινάνδου B’ και εξέλεξε δικό της βασιλιά, τον Φρειδερίκο B’ του Παλατινάτου.
Έτσι άρχισε ο Τριακονταετής πόλεμος, που οδήγησε στη συντριβή της τσεχικής εθνικής αριστοκρατίας, η οποία νικήθηκε από τα αυτοκρατορικά στρατεύματα στη μάχη του Λευκού Όρους (1620).
Στις καταστροφές που προκάλεσε ο πόλεμος προστέθηκαν πολιτικές και πνευματικές απώλειες. Αλλά το 17o και το 18o αι. η Βοημία εξακολουθούσε να είναι κέντρο ευ-ρωπαϊκής παιδείας και γνώρισε, σε όλη τη διάρκεια του 17ou αι. μαζί με μερικά κέντρα της Μοραβίας, μια άνθηση της τέχνης.
Η αυστριακή πολιτική του συγκεντρωτισμού έφτασε στο αποκορύφωμα της με τη Μαρία Θηρεσία, με μια σειρά πολιτικών, διοικητικών και δικαστικών μέτρων (1749), που εξαφάνισαν τα τελευταία όργανα εξουσίας των κρατών προς όφελος της αυτοκρατορικής εξουσίας.
Ακολουθώντας αυτή τη γραμμή των ριζικών μεταρρυθμίσεων, συγκεντρωτικών και ανανεωτικών ταυτόχρονα,το 1781 καιτο 1785 ο Ιωσήφ B’ κατήργησε τη δουλοπαροικία στα τσεχικά και στα ουγγρικά εδάφη, καθώς και στη Σλοβακία αργότερα.
To 19o αι. το πρόβλημα της εθνικότητας στην κεντρική Ευρώπη και ιδίως στην Aυστρουγγαρία έγινε οξύτερο. Στη Βοημία και στη Μοραβία η εθνική αφύπνιση είχε καθαρά πνευματική βάση. Στην επαναστατική περίοδο του 1848-1849, Τσέχοι και Σλοβάκοι εξεγέρθηκαν και όλες οι εθνότητες διεκδίκησαν το δικαίωμα της αυτοδιάθεσης. Το Μάιο του 1848 συνήλθε στην Πράγα το πρώτο παν-σλαβικό συνέδριο, στο οποίο διατυπώθηκε πολιτικό πρόγραμμα αυτονομίας των σλαβικών λαών στα πλαίσια του αψβουργικού κράτους. Παρ’ όλα αυτά όμως και παρά το γεγονός ότι οι Τσέχοι είχαν πολιτική συνείδηση και υποστηρίζονταν από τα άλλα έθνη της κεντρικής Ευρώπης, η αρχή του 20ού αι. τους βρήκε υπό ξενικό ζυγό: τους Γερμανούς, τους Γερμανο-αυστριακούς και τους Μαγυάρους. Οι Βαλκανικοί πόλεμοι όμως, κατά ένα μέρος, και ιδιαίτερα ο Παγκόσμιος Πόλεμος, προώθησαν αξιοσημείωτα την εξέλιξη των πραγμάτων, αφού έκαναν την πολιτική όψη της Ευρώπης να συμφωνεί περισσότερο με την εθνογραφική.
Η έκρηξη του A’ Παγκοσμίου Πολέμου όξυνε τις αντιθέσεις μέσα στην αψβουργική αυτοκρατορία. Το 1915 ο Τόμας Μάζαρικ και ο Έντουαρντ Μπένες ίδρυσαν μια τσεχική επιτροπή στο εξωτερικό. Τον Οκτώβριο στο Κλίβελαντ, Τσέχοι και Σλοβάκοι αντιπρόσωποι διακήρυξαν την ανεξαρτησία των δύο λαών και την ένωση τους με ομοσπονδιακό δεσμό. Το Φεβρουάριο του επόμενου χρόνου ο Μάζαρικ και ο Μπένες, μαζί με το σλοβάκο Μίλαν Ρ. Στέφανικ, μετέτρεψαν την τσεχική επιτροπή του εξωτερικού σε Εθνικό Συμβού-λιο των Τσεχικών Χωρών, με σκοπό να συνδυαστεί η δράση όλων των ομάδων της Βοημίας, της Μοραβίας, της Σλοβακίας ή του εξωτερικού. Όταν ανέκυψαν αντιθέσεις με το βοημικό στοιχείο, οι Σλοβάκοι ζήτησαν τη σύναψη νέας συμφωνίας (Σύμφωνο του Πίτσμπουργκ, 30 Μαΐου 1918), μετηνοποίαε-ξασφαλιζόταν η απόλυτη πολιτική, διοικητική και πνευματική αυτονομία της Σλοβακίας στο μελλοντικό ομοσπονδιακό κράτος. Ταυτόχρονα, δρούσαν στα διάφορα μέτωπα της Αντάντ τσεχοσλοβακικές λεγεώνες.
Στις 26 Ιουνίου το Εθνικό Συμβούλιο των Τσεχικών Χωρών αναγνωρίστηκε επίσημα από τη Γαλλία ως προσωρινή τσεχοσλοβακική κυβέρνηση. Έπειτα ο Άγγλος υπουργός των Εξωτερικών Μπάλφουρ δήλωσε πως η Μεγάλη Βρετανία θεωρεί την Τσεχοσλοβακία σύμμαχο έθνος. Ακολούθησε η αναγνώριση από τις Ηνωμένες Πολιτείες, την Ιαπωνία, την Ιταλία. Στις 28 Οκτωβρίου 1918, στην Πράγα, η Εθνοσυνέλευση ψήφισε το νόμο περί συγκρότησηςτου ανεξάρτητου τσεχοσλοβακικού κράτους.
Η πρώτη τσεχοσλοβακική δημοκρατία. Η διεθνής αναγνώριση του νέου κράτους επικυρώθηκε οριστικά με τις συνθήκες ειρήνης των Βερσαλλιών, του Αγίου Γερμανού, του Τριανόν και των Σεβρών, που ρύθμισαν και το ζήτημα των εθνικών μειονοτήτων. Πρώτος πρόεδρος της Δημοκρατίας ήταν ο Τόμας Μάζαρικ. Το Σύνταγμα του Φεβρουαρίου 1920 δημιούργησε μια ενιαία δημοκρατία, μια κοινοβουλευτική Κυβέρνηση και Κοινοβούλιο δύο Βουλών. Πρώτος πρωθυπουργός ήταν ο Κάρελ Κράμαρ και ο Μπένες έγινε υπουργός των Εξωτερικών. Σχηματισμένο από εδάφη που ανήκαν άλλοτε στη Γερμανία (Χλούτσιν), στην Αυστρία (Βοημία, Μοραβία και Σιλεσία), στην Ουγγαρία (Σλοβακία και u-ποκαρπαθική Ρουθηνία), το νέο κράτος βρέθηκε ενώπιον του προβλήματος να συνδυάσει διάφορους λαούς και περιοχές. Τα κράτη που διαδέχθηκαν την Αυστροουγγαρία ζήτησαν γρήγορα αναθεώρηση των συνθηκών της ειρήνης. Ακόμα και οι Πολωνοί διεκδικούσαν την περιοχή του Τέσεν (σήμερα Τσέσκι Τέ-σιν). Αμέσως εκδηλώθηκαν στην Μπρατισλάβα αυτονομιστικές τάσεις, που στη συνταγματική λύση του 1920 διέκριναν προδοσία του συμφώνου του Πίτσμπουργκ. 0 βασικός χαρακτήρας της τσεχοσλοβακικής εξωτερικής πολιτικής καθορίστηκε από την αρχή από τους Μάζαρικ και Μπένες: προσήλωση στο πνεύμα και στο γράμμα των συνθηκών ειρήνης, πίστη στην Κοινωνία των Εθνών, στενοί δεσμοί με τη Γαλλία, καλή γειτονία με τη Σοβιετική Ένωση. Στο εσωτερικό όμως επικρατούσε μεγάλη πολιτική και οικονομική αστάθεια. Η τσεχική ηγεσία προσανατολίστηκε προς τη Γιουγκοσλαβία και τη Ρουμανία, που ενδιαφέρονταν ζωηρά για τη διατήρηση του status quo κατά του γερμανικού και του ουγγρικού ρεβιζιονισμού· μαζί με αυτές η Τσεχοσλοβακία δημιούργησε τη Μικρή Αντάντ.
Η κατάσταση άλλαξε με την άνοδο του γερμανικού εθνικοσοσιαλισμού. Η Τσεχοσλοβακία αισθάνθηκε την ανάγκη να αναπτύξει στενότερες σχέσεις με την ΕΣΣΔ, με την οποία, το Μάιο του 1935, ο υπουργός Εξωτερικών Μπένες υπέγραψε συνθήκη αμοιβαίας βοηθείας. Από τους πρώτους μήνες του 1936, το Ράιχ διεκδίκησε απροκάλυπτα τους Σουδήτες. Ταυτόχρονα στη Σλοβακία εκδηλώθηκαν εθνικιστικά κινήματα ανεξαρτησίας. Τον Απρίλιο του 1938 το συνέδριο των Γερμανών Σουδητών, που συνήλθε στο Κάρλοβι Βάρι, διατύπωσε σε 14 σημεία τη βάση για τη ρύθμιση των διαφορών μεταξύ της γερμανικής εθνικής ομάδας και το τσεχικού κράτους. Η κυβέρνηση της Πράγας αρχικά αρνήθηκε κάθε διαπραγμάτευση με τον Χένλαϊν, έπειτα όμως δέχτηκε, υπό αγγλογαλλικές πιέσεις. Το Μάιο οι τοπικές εκλογές στην περιοχή των Σουδητών έδωσαν πλειοψηφία 66% στο κόμμα του Χένλαϊν. Το Σεπτέμβριο η τσεχική κυβέρνηση δημοσίευσε ένα σχέδιο για τη ρύθμιση του ζητήματος, αλλά ο Χίτλερ διακήρυττε το δικαίωμα των Γερμανών Σουδητών για αυτοδιάθεση και υποσχέθηκε, για το σκοπό αυτόν, στρατιωτική βοήθεια. Έπειτα από σοβαρές ταραχές που ξέσπασαν στην περιοχή, η κυβέρνηση της Πράγας διέλυσε το κόμμα του Χένλαϊν, ο οποίος κατέφυγε στη Γερμανία. Η κρίση έγινε γρήγορα ευρωπαϊκή: ενώ η ΕΣΣΔ διακήρυσσε πως ήταν διατεθειμένη να μείνει πιστή στη συνθήκη συμμαχίας με την Τσεχοσλοβακία, η Γαλλία και η Μεγάλη Βρετανία δήλωναν πως δεν θα μπορούσαν να προσφέρουν αποτελεσματική βοήθεια σε πε-ρίπτωση πολέμου. Η κυβέρνηση της Πράγας κατέφυγε τότε στη γενική επιστράτευση, αποκρούοντας τη γερμανική αξίωση να εκκε νώσειτη σουδητική περιοχή. Στο σημείο αυτό, έπειτα από αμερικανική, αγγλική και ιταλική επιμονή, ο Χίτλερ δέχτηκε να συγκαλέσει στο Μόναχο μια διάσκεψη των τεσσάρων μεγάλων ευρωπαϊκών δυνάμεων για τη λύση του τσεχικού προβλήματος. Η διάσκεψη επέβαλε στην Τσεχοσλοβακία την άμεση εγκατάλειψη ολόκληρης της περιοχής. Έπειτα από τελεσίγραφο της κυβέρνησης της Βαρσοβίας, η Τσεχοσλοβακία παραχώρησε στην Πολωνία την περιοχή του Τσέσκι Τέσιν (Τέσεν).
Τον Οκτώβριο του 1938 η Σλοβακία ανακηρύχθηκε αυτόνομο κράτος μέσα στην τσεχοσλοβακική δημοκρατία, υπό την προεδρία του επισκόπου Γιόζεφ Τίσο. Το τσεχοσλοβακικό Κοινοβούλιο επικύρωσε τη συνταγματική μεταρρύθμιση του κράτους· η Τσεχοσλο-βακίαγινόταν αποκεντρωτική δημοκρατία, αποτελούμενη από τη Βοημία - Μοραβία και τα αυτόνομα κράτη της Σλοβακίας και της υπο-καρπαθικής Ρουθηνίας. Όταν, το Μάρτιο του 1939, η κυβέρνηση της Πράγας καθαίρεσε τον Τίσο, με την κατηγορία ότι συνωμοτούσε εναντίον της ακεραιότητας του κράτους, αυτός απευθύνθηκε αμέσως στην κυβέρνηση του Βερολίνου. 0 Χίτλερ ώθησε τον Τίσο να κηρύξει την ανεξαρτησία της Σλοβακίας και της υποκαρπαθικής Ρουθηνίας και επέβαλε ως πρόεδρο της Δημοκρατίας τον Έμιλ Χά-χα, ο οποίος διαδέχθηκε τον Μπένες που παραιτήθηκε, μια λύση που ουσιαστικά εσήμαι-νε την κατάργηση της ανεξαρτησίας του τσεχοσλοβακικού κράτους. Η Πράγα καταλήφθηκε από το γερμανικό στρατό, ενώ ο Χίτλερ ανακήρυσσε, στις 16 Μαρτίου 1939, τη Βοημία - Μοραβία προτεκτοράτο. Το νέο σλοβακικό κράτος αναγνωρίσθηκε διεθνώς. Αντίθετα το γερμανικό προτεκτοράτο στη Βοημία και στη Μοραβία συνάντησε την αντίδραση των μεγάλων δυνάμεων. Τα τέλη του 1939 συγκροτήθηκε στο Λονδίνο εξόριστη τσεχοσλοβακική κυβέρνηση, που εξασφάλισε την πρώτη της αναγνώριση τον Ιούλιο του 1941, όταν ο Γιάν Μάζαρικ, γιός του αποθανόντος προέδρου και υπουργός των Εξωτερικών της κυβέρνησης του Λονδίνου, υπέγραψε συνθήκη συμμαχίας με την ΕΣΣΔ.
Όταν το τσεχοσλοβακικό έδαφος απελευθερώθηκε, μετά τη συντριβή της Γερμανίας και το τέλος του B’ Παγκοσμίου Πολέμου, ο Μπένες, για δεύτερη φορά πρόεδρος της Δημοκρατίας, συγκρότησε την πρώτη προσωρινή κυβέρνηση με πρωθυπουργό το σοσιαλιστή της αριστεράς Ζντένιεκ Φίρλινγκερ (πέθανε το 1976) και υπουργό Εξωτερικών τον Γιάν Μάζαρικ. Τα σύνορα της Τσεχοσλοβακίας αποκαταστάθηκαν στα ισχύοντα πριν από το 1938, εκτός από την υποκαρπαθική Ρουθηνία, που παραχωρήθηκε στη Σοβιετική Ένωση. Οι εκλογές του 1946 έδωσαν διαφορετικά αποτελέσματα στις τσεχικές περιοχές και στη Σλοβακία. Στις πρώτες, το Κομμουνιστικό Κόμμα εξασφάλισε τη σχετική πλειοψηφία με περισσότερο από το 40% των ψήφων. Αντίθετα, στη Σλοβακία το Καθολικό Κόμμα εξασφάλισε την απόλυτη πλειοψηφία με πάνω από το 60% των ψήφων. Οι σοσιαλιστές, ρυθμιστές της κατάστασης, ήταν χωρισμένοι σε αριστερούς και δεξιούς. Με βάση την επιτυχία των κομμάτων της αριστεράς, η εντολή του σχηματισμού της νέας κυβέρνησης ανατέθηκε από τον Μπένες στον κομμουνιστή ηγέτη Κλέμεντ Γκότβαλντ. Μαζί με την κυβέρνηση της Βαρσοβίας, η τσεχοσλοβακική κυβέρνηση έλυσε ριζικά το πρόβλημα των μειονοτήτων, εκτοπίζοντας σχεδόν ολοκληρωτικά από, το έδαφός της τους γερμανικούς και τους ουγγρικούς πληθυσμούς. Για αρκετό καιρό η κυβέρνηση συνασπισμού τήρησε μια ισορροπία μεταξύ των δυτικών Δημοκρατιών και των λαϊκών Δημοκρατιών της Ανατολικής Ευρώπης. Αλλά το 1948 η κατάσταση επηρεάστηκε από το κλίμα του ψυχρού πολέμου. Η κυβέρνηση δέχτηκε αρχικά το σχέδιο Μάρ-σαλ, αλλά κατόπιν το απέρριψε οριστικά μετά τις σοβιετικές πιέσεις. Οι μη κομμουνιστές υπουργοί παραιτήθηκαν ομαδικά και ο Γκότβαλντ σχημάτισε νέα κυβέρνηση (25 Φεβρουαρίου) αποτελούμενη από κομμουνιστές και σοσιαλιστές της αριστεράς. Το Μάρτιο, ο Μάζαρικ βρέθηκε νεκρός, ενώ το Μάιο οι εκλογές έδωσαν το 98% των ψήφων στο Εθνικό Μέτωπο. 0 Μπένες άφησε στον Γκότβαλντ τα καθήκοντα του Προέδρου της Δημοκρατίας και νέο Σύνταγμα καθόρισε τη λαϊκοδημοκρατική υπόσταση της Τσεχοσλοβακίας.
Η λαϊκή δημοκρατία. Τον ίδιο χρόνο, το πρώτο πενταετές σχέδιο επέβαλε το σοβιετικό οικονομικο-κοινωνικό πρότυπο. Η εθνικοποίηση της οικονομικής ζωής σε όλα τα επίπεδα εφαρμόστηκε εξαιρετικά γρήγορα. Στο εσωτερικό του κόμματος επικράτησαν, όχι χωρίς συγκρούσεις, οι ομάδες που ηταν περισσότερο πιστές στη σοβιετική γραμμή. Το 1950 οι σοσιαλδημοκράτες εκπρόσωποι, που είχαν ήδη αποκλει-
στεί από την επίσημη ζωή, δικάστηκαν και κατηγορήθηκαν για φανταστικά και αλληλοσυγκρουόμενα αδικήματα. Το 1952 τουφεκίστηκαν ο Ρούντολφ Σλάνσκι, πρώην γραμματέας του Κομμουνιστικού Κόμματος, και ο Βλάντι-μιρ Κλέμεντις, πρώην υπουργός των Εξωτερικών, με την κατηγορία του αστικού εθνικισμού, του τροτσκισμού και του σιωνισμού. 0 Άντονιν Νόβοτνι, γραμματέας του Κόμματος από το 1953 και πρόεδρος της Δημοκρατίας από το 1957, κατόρθωσε να αποφύγει την εκστρατεία αποσταλινοποίησης και, συγχρόνως, τη γενική κρίση που έπληξε άλλες σοσιαλιστικές χώρες τα πρώτα χρόνια του Κρούστσεφ. Το 1960 νέο συνταγματικό κείμενο άλλαξε το όνομα του κράτους σε Τσεχοσλοβακική Σοσιαλιστική Δημοκρατία. Μέσα στην Κομεκόν (οικονομική οργάνωση των σοσιαλιστικών χωρών) η Τσεχοσλοβακία ανέλαβε το βάρος της βοήθειας και του πολεμικού εφοδιασμού του Τρίτου Κόσμου. Αμέσως όμως μετά 1960 άρχισε να διαμορφώνεται ένα μεταρρυθμιστικό ρεύμα, που κέρδισε την αποκατάσταση των θυμάτων των μεγάλων δικών και μερικές μεταβολές στην κορυφή της κυβερνητικής πυραμίδας (1963). Η αντίσταση τροφοδοτήθηκε από την οικονομική κρίση και τη δυσφορία των διανοουμένων (Γ’ και Δ’ Συνέδριο των συγγραφέων, 1963 και 1967). Ματαιώθηκε το τρίτο πενταετές σχέδιο και επιβλήθηκαν μεταρρυθμίσεις για ευρύτερη αυτονομία των επιχειρήσεων. Εκδηλώσεις σλοβακικού αυτονομισμού και φοιτητικές διαδηλώσεις έκαναν όλο και πιο δύσκολη την προσωπική θέση του Νόβοτνι.
Τον Ιανουάριο 1968 εξελέγη Γραμματέας του K.K.T. ο Αλεξάντερ Ντούμπτσεκ και τον Απρίλιο πρόεδρος της Δημοκρατίας ο στρατηγός Λούντβικ Σβόμποντα. Ταυτόχρονα, σχηματίστηκε νέα κυβέρνηση με αρχηγό τον Όλντριχ Τσέρνικ και αντιπρόεδρο τον οικονομολόγο Σικ.
Η «άνοιξη της Πράγας» είχε την όψη μιας μεγάλης κίνησης με γενική συμμετοχή στην πολιτική ζωή. Βρήκε την έκφραση της στο «Ντοκουμέντο των δύο χιλιάδων λέξεων» του συγγραφέα Λούντβικ Βάκουλικ, που δημοσιεύθηκε στην εβδομαδιαία «Λιτεράρνι λίστι» και στο «Πρόγραμμα Δράσης» που υποστηρίχθηκε από την Κεντρική Επιτροπή του κόμματος. Και τα δύο κείμενα ακολουθούσαν την ίδια γραμμή: υποστήριζαν σημαντική αλλαγή της εθνικής πολιτικής. Έγινε λόγος για ένα «σοσιαλισμό με ανθρώπινο πρόσωπο», που σιωπηρά υποτιμούσε όσα είχαν προηγηθεί. Στο διεθνές πεδίο η νέα κατεύθυνση χαρακτηριζόταν από νέα προσέγγιση με τις δυτικές χώρες (συναγωνισμός και συνεργασία με την ευρωπαϊκή βιομηχανία, γερμανικό δάνειο γύρω στο μισό δισεκατομμύριο δολάρια). Οι νέες τάσεις καταπολεμήθηκαν άγρια από τον Ούλμπριχτ και τον Γκομούλκα, αλλά φάνηκε πως άντεχαν ακόμα και στις σοβιετικές πιέσεις, nou ασκήθηκαν στις διασκέψεις της Τσιέρνα ναντ Τίσοου και της Μπρατισλάβα. Τη νύχτα μεταξύ 20ής και 21ης Αυγούστου, οι χώρες του Συμφώνου της Βαρσοβίας, εκτός από τη Ρουμανία, εισέβαλαν στο τσεχοσλοβακικό έδαφος. 0 Ντούμπτσεκ, ο Τσέρνικ και ο Γιόσεφ Σμρκόβσκι (μεταρρυθμιστής εργατικής καταγωγής) μεταφέρθηκαν στη Μόσχα, όπου γρήγορα τους ακολούθησε ο πρόεδρος Σβόμποντα. Εκεί ενέκριναν την παρουσία των σοβιετικών στρατευμάτων στο τσεχοσλοσλοβακικό έδαφος, αναλαμβάνοντας και την υποχρέωση να αποκαταστήσουντο μονοπώλιο του Κομμουνιστικού Κόμματος. Τον Απρίλιο του 1969 τοποθετήθηκε στη γραμματεία του Κόμματος άλλος Σλοβάκος πολιτικός, ο Γκούσταβ Χούσακ, παλιό θύμα της σταλινικής περιόδου, που αργότερα ακολούθησε επιφυλακτικά τις μεταρρυθμιστικές τάσεις. Τον Ιανουάριο του επόμενου χρόνου, ο Τσέρνικ παραιτήθηκε και αντικαταστάθηκε από τον Στρόουγκαλ. Μια νέα συνθήκη συμμαχίας με τη Σοβιετική Ένωση ήταν η πρώτη πράξη της νέας κυβέρνησης. Στα χρόνια που ακολούθησαν, το πολιτικό γεγονός με τη μεγαλύτερη σημασία, στο διεθνές πεδίο ήταν η συμφωνία (1973) με την Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας για την «ανυπαρξία» της συνθήκης του Μονάχου του 1938.
Το Μάϊο του 1975, ο Χούζακ ορίστηκε στη θέση του προέδρου, έχοντας ταυτόχρονα τη θέση του ηγέτη στο Εθνικό Μέτωπο και του γενικού γραμματέα του K.K. Τσεχοσλοβακίας. Στην τελευταία αυτή θέση παρέμεινε μέχρι το Δεκέμβριο του 1987, όταν αντικαταστάθηκε από τον Μίλος Γιάκες. Μολονότι ο Γιάκες συνέχισε το μετριοπαθές πρόγραμμα μεταρρυθμίσεων, που είχε ξεκινήσει ο προκάτοχος του, η καταστολή και οι διώξεις εναντίον των διαφωνούντων, αλλά και κατά της καθολικής Εκκλησίας, δεν σταμάτησαν. Η σημαντικότερη από τις οργανώσεις των διαφωνούντων ήταν η «Χάρτα ‘77», η οποία είχε ιδρυθεί τον Ιανουάριο του 1977 από διανοουμένους, πολιτικούς και άλλες προσωπικότητες, με στόχο την εξασφάλιση των πολιτικών δικαιωμάτων. Παρά τις προσπάθειες του καθεστώτος να τη διαλύσει, η οργάνωση αυτή δεύρυνε τη σφαίρα επιρροής της και έπαιξε σημαντικό ρόλο στις μεγάλες διαδηλώσεις που ξεκίνησαν το 1988. Το Φεβρουάριο του 1989, ύστερα από μία τέτοια διαδήλωση, ο Τσέχος συγγραφέας Βάτσλαβ Χάβελ, ηγετικό στέλεχος της Χάρτας ‘77, καταδικάστηκε σε φυλάκιση εννέα μηνών, αλλά αφέθηκε ελεύθερος έπειτα από τρεις μήνες, λόγω των διεθνών αντιδράσεων που προκλήθηκαν.
Οι αντικυβερνητικές διαδηλώσεις συνεχίστηκαν σχεδόν όλους τους μήνες του καλοκαιριού καιτου φθινοπώρου του 1989. Το Νοέμβριο οι δυναμικές αυτές διαδηλώσεις και πορείες απέκτησαν τη μορφή μιας πρωτοφανούς, για τα δεδομένα της ανατολικής Ευρώπης, ειρηνικής πολιτικής αλλαγής, η οποία έμεινε στην ιστορία ως η «Βελούδινη Επανάσταση». Στις 17 Νοεμβρίου, 50.000 άνθρωποι, κυρίως σπουδαστές, έλαβαν μέρος σε διαδήλωση στην Πράγα, τη μεγαλύτερη τα τελευταία 20 χρόνια. Η αστυνομία διέλυσε με τη βία τη διαδήλωση, τραυματίζοντας εκατοντάδες, αλλά αυτό αποτέλεσε την αφορμή να πραγματοποιηθεί σειρά διαδηλώσεων, οι οποίες συνεχώς διευρύνονταν, για να φθάσουν τις 500.000 διαδηλωτών στην Πράγμα, ενώ εκδηλώσεις διαμαρτυρίας πραγματοποιούνταν και σε άλλες πόλεις.
Τον ίδιο μήνα ιδρύθηκε μία νέα οργάνωση της αντιπολίτευσης, το «Φόρουμ Πολιτών», ως άτυπη συμμαχία πολλών οργανώσεων της αντιπολίτευσης, ανάμεσα στις οποίες ήταν και η Χάρτα ‘77. Ταυτόχρονα, ο Αλεξάντερ Ντούμπτσεκ, ο ηγέτης της «Άνοιξης της Πράγας», επανέρχεται στο προσκήνιο και μιλά στο συγκεντωμένο πλήθος στην Μπρατισλάβα και την Πράγα, εκφράζοντας την υποστήριξη του στα αιτήματα για αλλαγές. Στις 24 Νοεμβρίου, ο Γιάκες και ολόκληρο το προεδρείο του κόμματος παραιτούνται. Στη θέση του ορίζεται ο Κάρελ Ουρμπάνεκ.
Η αυξανόμενη δύναμη του Φόρουμ Πολιτών και της αντίστοιχης Σλοβακικής οργάνωσης «Κοινό κατά της Βίας» (PAV) εκδηλώθηκαν στις συζητήσεις για τις μεταρρυθμίσεις με τον ομοσπονδιακό πρωθυπουργό Λαντι-σλάβ Άνταμετς. Τα αιτήματατης αντιπολίτευσης για κατάργηση της λογοκρισίας και την απελευθέρωση όλων των πολιτικών κρατουμένων ικανοποιούνται και στα τέλη του μήνα διαγράφονται από το σύνταγμα τα άρθρα nou εγγυώνταιτη μονοκρατορίατου K.K. Τον επόμενο μήνα, το K.K. Τσεχοσλοβακίας καταδικάζει την εισβολή που πραγματοποίησαν οι δυνάμεις του Συμφώνου της Βαρσοβίας το 1968 και λίγο αργότερα οι κυβερνήσεις των πέντε χωρών που είχαν εισβάλει τότε στην Τσεχοσλοβακία, εξέδωσαν κοινή δήλωση καταδικάζοντας την πράξη τους. Ήταν μία συμβολική και ηθική αποκατάσταση της Άνοιξης της Πράξας, η οποία ήρθε βέβαια με καθυστέρηση 21 χρόνων. Στις αρχές Δεκεμβρίου 1989, πραγματοποιείται ανασχηματισμόςτης κυβέρνησης. Το Φόρουμ Πολιτών και το PAV καταγγέλλουν τη νέα κυβέρνηση ότι περιλαμβάνει μόνο πέντε μη κομμουνιστές και στη συνέχεια ο Άνταμετς παραιτείται και αντικαθίσταται από τον Μαριάν Τσάλφα. Την επόμενη εβδομάδα σχηματίζεται νέα κυβέρνηση, στην οποία η πλειοψηφία των υπουργών δεν είναι κομμουνιστές, ο Χούζακ παραιτείται από πρόεδρος της δημοκρατίας και αντικαθίσταται από τον Βάτσλαβ Χάβελ. 0 Ντούμπτσεκ εκλέγεται πρόεδρος της ομοσπονδιακής βουλής και σε έκτακτο συνέδριο του K.K. ο Ουρμπά-νεκ απομακρύνεται από τη θέση του γενικού γραμματέα και η θέση καταργείται.
Τον Απρίλιο του 1990, η ομοσπονδιακή βουλή μετονομάζει τη χώρα σε «Τσεχική και Σλοβακική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία», ικανοποιώντας έτσι τα αιτήματα των Σλοβάκων, προκειμένου ο νέος τίτλος να αντανακλά το ι σότιμο καθεστώς της Σλοβακίας μέσα στην ομοσπονδία. Το μεγαλύτερο ποσοστό ψήφων, περίπου 46%, αποσπά το Φόρουμ Πολιτών στα εδάφη της Τσεχίας και το αντίστοιχο του PAV στη Σλοβακία. Το Κομμουνιστικό Κόμμα, με 14% των ψήφων έρχεται δεύτερο και η Χριστιανοδημοκρατική Ένωση αποσπά την τρίτη θέση. Αντίθετα με τις προσδοκίες, δύο κόμματα που διεκδικούν περιφερειακή αυτονομία ή απόσχιση συγκεντρώνουν πάνω από το 5%. Είναι το Κίνημα για την Αυτόνομη Δημοκρατία στη Μοραβία και τη Σιλεσία και το Σλοβακικό Εθνικό Κόμμα. Η νέα ομοσπονδιακή βουλή επρόκειτο να καταρτίσει νέο σύνταγμα και να εκλέξει νέο πρόεδρο της δημοκρατίας. Τον ίδιο μήνα ο Ντούμπτσεκ επανεξελέγη πρόεδρος της ομοσπονδιακής βουλής.
Η νέα ομοσπονδιακή κυβέρνηση, που σχη-ματίστηκετον Ιούνιοτου 1990, περιελάμβανε υπουργούς από το Φόρουμ Πολιτών, από το PAV, από το Χριστιανοδημοκρατικό Κίνημα των Σλοβάκων και οκτώ ανεξάρτητους, ενώ εννέα από τα μέλη της, καθώς και ο πρωθυπουργός Τσάλφα, ήταν μέλη της προηγούμενης κυβέρνησης. Τον Ιούλιο ο Χάβελ επανεξελέγη πρόεδρος. Από τα μέσα του 1990 και έπειτα, αρχίζουν να εκδηλώνονται νέου είδους ταραχές στη Σλοβακία, όπου ορισμένα νέα κόμματα και οργανώσεις, κυρίως το Σλοβακικό Εθνικό Κόμμα, οργανώνουν εκδηλώσεις διεκδικώντας την αυτονομία της Σλοβακίας. Για να καθησυχάσουν τις εντάσεις, τα μέλη της οποσπονδιακής βουλής ψηφίζουν τη μεταφορά ευρύτατων εξουσιών στην Τσεχική και τη Σλοβακική κυβέρνηση, ενώ η Ομοσπονδιακή διατηρεί τη δικαιοδοσία για την άμυνα και την εξωτερική πολιτική. Ωστόσο, το ζήτημα της Σλοβακίας παραμένει το κυρίαρχο ζήτημα των πολιτικών εξελίξεων κατά τη διάρκειατου 1991 και 1992. Μεγάλη διαφορά θέσεων εμφανίζεται ανάμεσα στα πιο μετριοπαθή σλοβακικά κινήματα, όπως το PAV και το Χριστιανοδημοκρατικό Κίνημα, που υπο-στηρίζουντη διατήρηση της ομοσπονδίας σε πιο χαλαρή μορφή, και σε μια μειοψηφία ριζοσπαστικών κομμάτων, που επιδιώκουν την πλήρη ανεξαρτησία. Το Μάρτιο του 1991 ο Βλαντιμίρ Μετσιάρ, πρωθυπουργός της Σλοβακίας και ιδρυτικό στέλεχος του PAV, ανακοινώνει τη δημιουργία του Κινήματος για μια Δημοκρατική Σλοβακία, στο πλαίσιο του PAV, προκειμένου να υποστηρίξει την αυτονομία της Σλοβακίας. Η διασπαστική πολιτική του Μετσιάρ και το επιθετικό ύφος της ηγεσίας του απειλούν τις τσεχο-σλοβακικές σχέσεις και τον Απρίλιο η σλοβακική βουλή αντικαθιστά τον Μετσιάρ στη θέση του πρωθυπουργού με τον Γιαν Τσαρνογκούρσκι. 0 Μετσιάρ εγκαταλείπει το PAV και το κίνημά του γίνεται ξεχωριστό κόμμα.
Ταυτόχρονα, οι αυξανόμενες διαφωνίες για την πολιτική που πρέπει να υιοθετηθεί, οδηγούν σε διάσπαση το Φόρουμ Πολιτών. Το Φεβρουάριοτου 1991 προκύπτειτοΣυντηρη-τικό Δημοκρατικό Κόμμα Πολιτών με επικεφαλής τον Βάτσλαβ Κλάους και το Φιλελεύθερο Κίνημα Πολιτών με επικεφαλής τον Γίρι Ντίνστμπιρ. Το Μάρτιοτου 1991, εκπρόσωποι όλων των πολιτικών δνάμεων στην Τσεχοσλοβακία καταλήγουν σε συμφωνία για ένα νέο ομοσπονδιακό σύνταγμα, το οποίο προβλέπει ότι η χώρα παραμένει ομοσπονδιακή, αποτελούμενη από δύο «κυρίαρχες και ισότιμες δημοκρατίες». Ωστόσο, προς το τέλος του χρόνου, οι συζητήσεις στην ομοσπονδιακή βουλή έχουν φθάσει σε αδιέξοδο, γιατί οι βουλευτές διαφωνούν ως προς το καθεστώς των δύο δημοκρατιών στο πλαίσιο της ομοσπονδίας. 0 Χάβελ προτείνει δημοψήφισμα για τον ενδεχόμενο διαμελισμό της Τσεχοσλοβακίας, αλλά η πρόταση του απορρίπτεται. Η συνταγματική συζήτηση συνεχίζεται στις αρχές του 1992, ενώ σημειώνεται αυξανόμενη σλοβακική υποστήριξη για την πιο χαλαρή συνομοσπονδία. Αντίθετα όμως, η πλειοψηφία των Τσέχων πολιτικών ευνοεί τη διατήρηση της υπάρχουσας δομής και απορρίπτει τις προτάσεις των Σλοβάκων. Οι συνταγματικές συνομιλίες αναβάλλονται για μετά τις εκλογές, ενώ οι δημοσκοπήσεις δείχνουν ότι η πλειοψηφία των Τσεχοσλοβάκων ευνοούν τη διατήρηση της ομοσπονδίας.
Οι εκλογές του Ιουνίου 1992 αποδείχθηκαν καθοριστικές για το μέλλον της Τσεχοσλοβακίας, καθώς το Κίνημα για μια Δημοκρατική Σλοβακία του Μετσιάρ, αναδείχθηκε κυρίαρχη δύναμη στη Σλοβακία. Με το 34% του συνόλου των ψήφων της Σλοβακίας, το κόμμα αυτό κέρδισε 57 έδρες στην ομοσπονδιακή βουλή, κατακτώνταςτη δεύτερη θέση. Η επιτυχία του αποδόθηκε σε μεγάλο βαθμό στην προεκλογική του εκστρατεία εναντίον των οικονομικών μεταρρυθμίσεων της ομοσπονδιακής κυβέρνησης, οι οποίες, σύμφωνα με τον Μετσιάρ, δεν ευνοούσαν τη Σλοβακία και είχαν προκαλέσει ήδη οικονομική ύφεση εκεί. Το κυρίαρχο κόμμα στη σλοβακική κυβέρνηση, το Χριστιανοδημοκρατικό, έλαβε μόνο το 9%, ενώ, όπως αναμενόταν, το κόμμα του Βάτσλαβ Κλάους, δηλαδή το Δημοκρατικό Κόμμα Πολιτών, εξασφάλισε το 34% του συνόλου των ψήφων και ήρθε πρώτο στις περιοχές της Τσεχίας. Συνολικά, το κόμμα αυτό απέσπασε 85 έδρες στην ομοσπονδιακή βουλή και έγινε το μεγαλύτερο κόμμα. Τα διάδοχα σχήματα των K.K. στις δύο δημοκρατίες σημείωσαν σημαντική επιτυχία: το Αριστερό Μπλοκ, το οποίο περιελάμβανε το K.K. της Βοημίας και Μοραβίας, εξέλεξε 34 βουλευτές στην ομοσπονδιακή βουλή, ενώ το Κόμμα της Δημοκρατικής Αριστεράς στη Σλοβακία εξέλεξε 23 βουλευτές, με αποτέλεσμα οι σχηματισμοί αυτοί να καταλάβουν αντίστοιχα την τρίτη και τέταρτη θέση στη βουλή.
Οι διαπραγματεύσεις για το σχηματισμό νέας ομοσπονδιακής κυβέρνησης κατέδειξαν τις θεμελειώδεις διαφορές ανάμεσα στο κόμ-ματου Κλάους καιτου Μετσιάρ. Παρ’ όλα αυτά, μια μεταβατική κυβέρνηση από μέλη αυτών των κομμάτων σχηματίστηκε τον Ιούλιο του 1992 με πρωθυπουργό τον Γιάν Στράσκι. Πολύ γρήγορα φάνηκε ότι οι συνταγματικές συνομιλίες για το μέλλον της Τσεχοσλοβακίας δεν ήταν βιώσιμες και ότι ο πλήρης διαχωρισμός ήταν καλύτερος από τα συμβιβαστικά μέτρα, που ευνοούσαν τα περισσότερα σλοβακικά κόμματα. Το κυριότερο καθήκον της νέας ομοσπονδιακής κυβέρνησης ήταν να επιβλέψει ουσιαστικά την τελική διάλυση της ομοσπονδιακής Τσεχοσλοβακίας. Τον Ιούνιο ανακοινώθηκε η νέα σλοβακική κυβέρνηση με τον Μετσιάρ ως πρωθυπουργό, στην οποία όλοι οι υπουργοί - εκτός ενός - ήταν μέλη του κόμματος του, και η νέα κυβέρνηση συνασπισμού της Τσεχίας με επικεφαλής τον Κλάους. Η ομοσπονδιακή βουλή προσπάθησε τρεις φορές να εκλέξει πρόεδρο, αλλά δεν τα κατάφερε, διότι το κόμμα του Μετσιάρ εμπόδιζε την επανεκλογή του Χάβελ.
Οι εξελίξεις του Ιουνίου και Ιουλίου 1992 έδειξαν ότι η δημιουργία δύο ανεξάρτητων κρατών ήταν πλέον αναπόφευκτη. Στις 17 Ιουλίου η σλοβακική βουλή ενέκρινε μία διακήρυξη κυριαρχίας της Σλοβακίας και την επόμενη εβδομάδα ο Τσέχος και ο Σλοβάκος πρωθυπουργός συμφώνησαν κατ’ αρχήν στη διάλυση της Τσεχοσλοβακίας. Τους επόμενους μήνες πραγματοποιούνται εντατικές διαπραγματεύσεις, για να καθοριστούν οι όροι του διαμελισμού, ο οποίος θα άρχιζε να ισχύει την 1η Ιανουαρίου 1993. Έκπληξη προκάλεσε στη διεθνή κοινή γνώμη το γεγονός ότι η διάλυση της Τσεχοσλοβακίας αποφασίστηκε τόσο γρήγορα, αλλά και το γεγονός ότι πάνω από το 60% των Τσέχων και των Σλοβάκων συνέχιζαν να είναι αντίθετοι στη διαίρεση της χώρας. Επιπλέον, σε αυτή τη φάση φάνηκε ότι οι Σλοβάκοι ηγέτες ήταν λιγότερο πρόθυμοι να εγκαταλείψουν την ομοσπονδία. Η ομοσπονδιακή βουλή δεν κατόρθωσε τον Οκτώβριο και το Νοέμβριο να υιοθετήσει τη νομοθεσία που θα επέτρεπε τη διάλυση της Τσεχοσλοβακίας, κυρίως λόγω της αντίθεσης των βουλευτών του Μετσιάρ. Ωστόσο, οι δύο πρωθυπουργοί τόνισαν ότι η διαδικασία του διαμελισμού ήταν πλέον αμετάκλητη. Τον Οκτώβριο η τσεχική και η σλοβακική κυβέρνηση επικύρωσαν έναν αριθμό συμφωνιών για τις μελλοντικές σχέσεις των δύο δημοκρατιών και στις 25 Νοεμβρίου η ομοσπονδιακή βουλή ψήφισε τη συνταγματική διάλυση της Ομοσπονδίας, εξασφαλίζοντας την α-παραίτητη πλειοψηφία των 3/5 με τρεις μόνο ψήφους. Στη συνέχεια η ομοσπονδιακή κυβέρνηση επιτάχυνε τη διαδικασία καταμερισμού των περιουσιακών στοιχείων, εφαρμόζοντας, όπου ήταν πρακτικά δυνατό, την αναλογία 2 προς 1, που ανταποκρίνεται στην αναλογία του τσεχικού και του σλοβακικού πληθυσμού. Στις περισσότερες περιπτώσεις, η ομοσπονδιακή περιουσία χωρίστηκε με βάση τη γεωγραφική κατανομή και οι δύο χώρες συμφώνησαν να διατηρήσουν ενιαίο νόμισμα, μολονότι πολύ γρήγορα επιβλήθηκαν δύο ξεχωριστά νομίσματα.
Στις 17 Δεκεμβρίου 1992 υπογράφηκε συμφωνία καλής γειτονίας και συνεργασίας και τα μεσάνυχτα της 31ης Δεκεμβρίου γεννήθηκαν η Τσεχική Δημοκρατία και η Σλοβακική Δημοκρατία. Η διάλυση της Τσεχοσλοβακίας, όπως και η «Βελούδινη Επανάσταση» του 1989, έγιναν τελείως ειρηνικά. Οι δύο δημοκρατίες, ως νόμιμοι διάδοχοι της Τσεχοσλοβακίας, αναγνωρίστηκαν αμέσως από όλα τα κράτη και τους διεθνείς οργανισμούς. Τον Ιανουάριο του 1993 η βουλή εξέλεξε τον Βά τσλαβ Χάβελ ως πρώτο πρόεδρο της Τσεχι-κής Δημοκρατίας, ενώ η σύνθεση της κυβέρνησης παρέμεινε περίπου ίδια. Οι στόχοι της κυβέρνησης ήταν η εφαρμογή των οικονομικών μεταρρυθμίσεων που είχε ξεκινήσει η προηγούμενη ομοσπονδιακή κυβέρνηση, ενώ ταυτόχρονα προσπάθησε να βελτιώσει την κατάσταση του περιβάλλοντος και να αποκαταστήσει τις ζημιές που έχουν προκαλέσει οι σταθμοί παραγωγής ενέργειας nou λειτουργούν με κάρβουνο.
Οι σχέσεις ανάμεσα στην Τσεχία και τη Σλοβακία διαταράχθηκαν στις αρχές του 1993, λόγω διαφωνιών για τα περιουσιακά στοιχεία που δεν είχαν μοιραστεί ακόμα. Λίγο αργότερα όμως, υπήρξε συμφωνία και η ένταση μειώθηκε. Στα τέλη του 1993, η τσεχι-κή κυβέρνηση αντιμετώπισε το ζήτημα αποκατάστασης των περιουσιών των Τσέχων Εβραίων, οι οποίες είχαν απαλλοτριωθεί κα-τάτη ναζιστική κατοχή (1938-1945). Υπήρξαν φόβοι ότι αν αποδοθούν αυτές οι περιουσίες, μπορεί να διεκδικήσουν και τις δικές τους οι Σουδήτες Γερμανοί, οι οποίοι εκδιώθηκαν από την Τσεχοσλοβακία το 1945. Παρ’ όλα αυτά, τον Απρίλιο του 1994 η βουλή επέτρεψε την απόδοση των εβραϊκών περιουσιών και ο πρωθυπουργός Κλάους δήλωσε ότι αν υπάρξουν ατομικές διεκδικήσεις Σουδητών Γερμανών, μπορεί να αντιμετωπιστούν αργότερα.
Στις τοπικές εκλογές, που έγιναν το Νοέμβριο του 1994, το κόμμα του πρωθυπουργού Κλάους αναδείχθηκε πρώτη δύναμη, συγκεντρώνοντας περίπου το 31% των ψήφων, ενώ το Κομμουνιστικό Κόμμα της Βοημίας και Mo-ραβίας συγκέντρωσε το 13% των ψήφων. Στη διάρκεια του 1995 σημειώθηκε έντονη διαμάχη ανάμεσα στον πρόεδρο Χάβελ και τον πρωθυπουργό Κλάους για το χρόνο διεξαγωγής των εκλογών για τη βουλή και τη γερουσία. Τελικά επικράτησε η άποψη του προέ-δρου Χάβελ και οι εκλογές ορίστηκαν στα τα τέλη Μαΐου 1996 για τη Βουλή και στα μέσα Νοεμβρίου 1996 για τη Γερουσία. Στις αρχές του 1996, έντονες συζητήσεις προκλήθηκαν στην Τσεχία από τις αποκαλύψεις σχετικά με τη στάση του πρωθυπουργού Κλάους απέναντι στο προηγούμενο καθεστώς. Σύμφωνα με στοιχεία που είδαν το φως της δημοσιότητας, ο Βάτσλαβ Κλάους είχε εμφανιστεί το Νοέμβριο του 1989 στην αυστριακή τηλεόραση και ουσιαστικά είχε υποστηρίξει τις μεταρρυθμί-σειςτου προηγούμενου καθεστώτος. Οι αποκαλύψεις αυτές υπέσκαψαν το κύρος του Κλάους, ο οποίος θεωρείται στην Τσεχία ως ο δυναμικότερος εκπρόσωπος της οικονομίας της αγοράς και ως σκληρός «θατσερικός».
Στις εκλογές για την ανάδειξη της νέας βουλής, που έγιναν στις 31 Μαΐου και 1 Ιουνίου 1996, τα τρία κόμματα που συγκροτούσαν τον κυβερνητικό συνασπισμό του Κλάους έχασαν την πλειοψηφία, ενώ ενισχυμένο εμφανίστηκε το Κόμμα των Σοσιαλδημοκρατών. Αρχικά ο Κλάους επέμενε στο σχηματισμό κυβέρνησης μειοψηφίας, απαιτώντας την άμεση ανάθεση της εντολής σχηματισμού κυβέρνησης, κάτι που ο πρόεδρος Χάβελ αρνήθηκε, επιμένοντας να ολοκληρώσει τις επαφές του με όλα τα κόμματα, ιδιαίτερα μετά τη δήλωση του ηγέτη των σοσιαλδημοκρατών Μίλος Ζέμαν ότι προτίθεται να στηρίξει, για μια μεταβατική περίοδο, μία κυβέρνηση μειοψηφίας υπό ορισμένες προϋποθέσεις. Τελικά έπειτα από διαβουλεύσεις πέντε εβδομάδων, ο Βάτσλαβ Κλάους ανέλαβε πάλι επικεφαλής κεντροδεξιού συνασπισμού τριών κομμάτων, χωρίς να διαθέτει την πλειοψηφία των εδρών στη νέα βουλή. Όμως εξασφάλισε την ανοχή των σοσιαλδημοκρατών, ο ηγέτης των οποίων εξελέγη πρόεδρος της νέας βουλής. Τα τρία κόμματατου κυβερνητικού συνασπισμού συγκέντρωσαν 99 έδρες σε σύνολο 200, έναντι των 112 που διέθεταν στην προηγούμενη βουλή.
Η Τσεχική Δημοκρατία, αμέσως μετά την έναρξη της ανεξάρτητης πορείας της, επιδίωξε τη στενότερη σύνδεση της με την Ευρωπαϊκή Ένωση. Η συμφωνία σύνδεσης άρχισε να ισχύει από την 1η Φεβρουαρίου 1995 και τον Ιανουάριο του 1996 η Τσεχία υπέβαλε επίσημη αίτηση για ένταξη στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Ταυτόχρονα, η Τσεχία επιδιώκει την ένταξή της στο NATO και το Μάρτιο του 1994 εντάχθηκε στο πρόγραμμα «Συνεταιρισμός για την Ειρήνη» της Ατλαντικής Συμμαχίας. Η κυβέρνηση της Τσεχίας συγκρότησε στις αρχές του 1996 ειδικό συντονιστικό όργανο, για να προετοιμάσει τη χώρα για τη μελλοντική ένταξή της στο NATO, ενώ με δηλώσεις υπουργών της έχει αντιταχθεί σθεναρά στις θέσεις της Ρωσίας για τη διεύρυνση του NATO προς τις ανατολικοευρωπαϊκές χώρες.Οι προσευχές, ανάμεσα στις οποίες ξεχωρίζει για την ομορφιά της η «Προσευχή της Κούνχουτα» (Modlitba Kunhutina, 13ος αι.), είναι οι μοναδικές γραπτές μαρτυρίες για την πιο αρχαία φάση της τσεχικής γλώσσας, που από τον 11o ώς το 14o αι. - όταν η αριστοκρατική τάξη χρησιμοποιούσε αποκλειστικά τη γερμανική γλώσσα και ο κλήρος τη λατινική - ήταν η γλώσσα του λαού. Από το 14o αι. και έπειτα, όπως μαρτυρούν το ποίημα «Αλε-ξανδρειάδα», (Alessandreide), το «Χρονικό του Ντάλιμιλ» (Cronaca di Dalimil) και το «Νέο Συμβούλιο» (Nova Rada) του Σμιλ Φλά-σκα (περ. 1349-1402), όταν η τσεχική γλώσσα είχε πια εισχωρήσει στους κύκλους της αριστοκρατίας και της νέας αστικής τάξης αναπτύχθηκε μια φιλολογία καθαρά δυτικού τύπου. Χάρη στο ουσιτικό κίνημα και στην εντατική παιδαγωγική εργασία για τη δημιουργία εθνικής συνείδησης στο λαό, που έγινε από τον ίδιο τον Ούσιο (Γιάν Χους) - ανα-νεωτή, μεταξύ άλλων, της ορθογραφίας, στην οποία εισήγαγε τα διακριτικά σημεία προφοράς - η τσεχική γλώσσα γνώρισε το 15o αι. μεγαλύτερη διάδοση και έλαβε σημαντικότερη θέση στη λογοτεχνία. Οι μεταρρυθμιστικές τάσεις σε ζητήματα ηθικής, τυπικές της εποχής εκείνης, αντικατοπτρίζονται ιδιαίτερα στο έργο ενός ουσίτη συγγραφέα, του Πετρ Χέλτσιτσκι (περ. 1390 - περ. 1460).
Το δεύτερο μισό του 15ou αι., οπότε γεννήθηκαν επιστημονικά, ιστορικά και εγκυκλοπαιδικά κυρίως έργα, το ρωμαιοκαθολικό ουμανιστικό ρεύμα, υπό την ηγεσία του Μπό-χουσλαβ Χάσιστεϊνσκι (1460-1510), αφιερώθηκε προπάντων στη νεολατινική ποίηση, ενώ οι λεγόμενοι «ουμανιστές πατριώτες», που ανήκαν, όπως ο Βίκτοριν Κόρνελ (1460-1520), στη μετριοπαθή ουσιτική ομάδα των «ουτρακιστών», μελετούσαν τους κλασικούς με σκοπό να τελειοποιήσουν και να εξευγενί-σουντη μητρική γλώσσα. Η απώλεια της ανεξαρτησίας και η προσπάθεια εκγερμανισμού, που άρχισε το 1620 (Μάχητου Λευκού Όρους), άνοιξαν στην τσεχική ιστορία μια εποχή που είναι γνωστή ως εποχή του «Σκοταδιού» (Temno), ενώ το μεγαλύτερο μέρος των διανοουμένων αναγκάστηκε να ακολουθήσει το δρόμο της εξορίας. Αναπτύχθηκε έτσι μια λογοτεχνία «της εξορίας», που ανέδειξε πολυάριθμες σπουδαίες προσωπικότητες, όπως ο Πάβελ Στράνσκι (1583-1657) και ο Γιαν Άμος Κόμενσκι (Κομέ-νιος, 1592-1670), ο μεγαλύτερος συγγραφέας της εποχής εκείνης («Μεγάλη Διδακτική»).
Στη Βοημία, η εποχή του μπαρόκ δεν απέδωσε καρπούς ανάλογους με εκείνους που έδωσε η αρχιτεκτονική. Οι Ιησουίτες περιορίστηκαν στην απομίμηση, χωρίς καμιά πρωτοτυπία, των ξένων προτύπων του μπαρόκ. Κάποιον καινούριο τόνο βρίσκουμε μόνο στη λυρική ποίηση του Μπέντρζικ Μπρίντελ. Παρ’ όλα αυτά, μεταξύ 1650 και 1780 το λαϊκό τραγούδι, μεγάλη και γνήσια κληρονομιά της τσεχικής ποίησης, καλλιεργήθηκε και πλουτίστηκε (προφορικά) από τον ίδιο το λαό, ενώ το πατριωτικό αίσθημα εύρισκε στη Διατριβή (Dissertatio) του Ιησουίτη Μπόχουσλαβ Μπάλμπιν (1621-1688) την πρώτη του σημαντική εκδήλωση. Μεταξύ του 1780 και 1848, ο τσεχικός λαός κατόρθωσε να φέρει τη μορφωτική του ανάπτυξη στο επίπεδο των πιο προηγμένων χωρών. Η πρώτη φάση της γρήγορης αυτής εθνικής ανόρθωσης εγκαινιάστηκε με τη γέννηση της φιλολογικής σχολής του Γιόσεφ Ντομπρόβσκι (1753-1829), συγγραφέα ενός σπουδαίου «Γερμανοβοημικού λεξικού» (Deutsch-Bohmisches Worterbuch). Το ανανεωμένο ενδιαφέρον για τις επιστημονικές σπουδές οδήγησε σε δεύτερο πλάνο την ποίηση, αν εξαιρέσουμε το αξιόλογο έργο του Γιάροσλαβ Πούχμαγερ (1769-1820), και την πρόζα. Στο μεταξύ στην Πράγα ιδρυόταν η «Παράγκα» (Bouda), το πρώτο μόνιμο βοημικό θέατρο, που κυριότερος εμψυχωτής του ήταν ο Βάτσλαβ Ταμ (1765-1816). Στις πρώτες δεκαετίες του 19ou αι., η τσεχική λογοτεχνία, που είχε εισέλθει πια οριστικά στη ρομαντική φάση της, συνέλαβε σημαντικά στη γενική πορεία της αναγέννησης (Obrozeni). Καθοριστικός παράγοντας για την πολιτιστική αυτή καμπή ήταν τα έργα του Γιόσεφ Γιούνγκμαν (1773-1847), ο οποίος έλυσε το χρόνιο πρόβλημα της ανανέωσης και του πλουτισμού της λογοτεχνικής γλώσσας, περιλαμβάνοντας την σε μια δομή nou ταίριαζε αρμονικά όχι μόνο με τη διαλεκτική κληρονομιά, αλλά και με τις αδελφές γλώσσες, όπως η πολωνική και η ρωσική. Υπό το φως του νέου ρομαντικού εθνικού πνεύματος, εξηγούνται τα οκτώ επικά ποιήματα του Βάτσλαβ Χάνκα (1791-1861) και οι έξι λυρικές συνθέσεις που ο ποιητής κυκλοφόρησε παράνομα. Από τις ρομαντικές θεωρίες για την εθνική-λαϊκή λογοτεχνία εμπνεύστηκαν και ο Γιαν Κόλαρ (1793-1852) στη συλλογή σονέτων του «Κόρη του Σλάβα» (Slavy dcera) και ο Φράντισεκ Λ. Τσελακόβσκι (1799-1852) στη συλλογή του λαϊκών σλαβικών τραγουδιών και παροιμιών. Δρόμους τελείως προσωπικούς ακολούθησε ο σπουδαιότερος ερμηνευτής του τσεχικού ρομαντισμού Κάρελ Χίνεκ Μάχα (1810-1836), που ανέπτυξε έντονη πατριωτική και κοινωνική δραστηριότητα. Στην έμμετρη αφήγηση του «Μάης» (Maj), που θεωρείταιτο αριστούργημά του, εκφράζει τη βαθιά εκείνη απαισιοδοξία που χαρακτήριζε τους πιο ριζοσπάστες ανάμεσα στους ρομαντικούς διανοουμένους. 0 Γιόσεφ Κ. Τιλ (1808-1856), που είχε λάβει μέρος στα επαναστατικά κινήματα του 1848, υπήρξε ο πρόδρομος των τάσεων του σύγχρονου θεάτρου με το ιστορικό δράμα του «Οι μεταλλωρύχοι του Κούτνα Χόρα» (Kutnohorsti havifi). Λίγο αργότερα δημοσιεύθηκαν οι μπαλάντες και οι θρύλοι του Κάρελ Γ. Έρ-μπεν (1811-1870) και το μυθιστόρημα «Η γιαγιά» (Babicka) της Μποζένα Νιέμτσοβα (1820-1862), που έγιναν οι κλασικοί συγγραφείς της τσεχνικής λογοτεχνίας. Στη Βοημία, όπως και στις άλλες αυστροουγγρικές επαρχίες, η πολιτικήτης Βιέννης μετάτο 1848 δεν δημιούργησε ευνοϊκές συνθήκες για περισσότερη ανάπτυξη της εθνικής λογοτεχνίας. Μόνο κατά τα χρόνια της δεκαετίας 1860-1869 οι τάσεις για πολιτιστική αυτονομία κατόρθωσαν να επιβληθούν και πάλι με τη δημοσίευση του ημερολογίου «Μάης» (Maj), που ιδρύθηκε το 1858 από τον Βίτιεσλαβ Χά-λεκ (1835-1874) και μια ομάδα νεαρών διανοουμένων. Ολόκληρη η γενιά των «οπαδών του Μάη» (majovci) επηρεάστηκε από τη ρωμαλέα προσωπικότητα του Γιαν Νέρουντα (1834-1891), που η δραστηριότητα του εκδηλώθηκε βασικά στοντομέατου μυθιστορήματος («Αραβουργήματα» - Arabeski, «Κάθε είδους κόσμος» - Ruzni lide). Το 1880 καθιερώθηκε επίσημα η ισότητα της τσεχικής με τη γερμανική γλώσσα, το 1882 η βοημική γινόταν δεκτή στα ανώτατα εκπαιδευτικά ιδρύματα και, τέλος, το 1883 άνοιγε στην Πράγα το πρώτο Εθνικό θέατρο. Στον τομέα της λογοτεχνίας, η καθοδήγηση περνούσε σε μια ομάδα φιλελεύθερων-αστών διανοουμένων, που συγκεντρώθηκαν γύρω από το ημερολόγιο «Ρουχ» (Κίνημα). Οι «ρουχιστές» έγιναν οι κήρυκες μιας εθνικής ιδεολογίας που υμνούσε το παρελθόν, είτε σε στίχους, όπως στα λυρικά πολιτικά ποιήματα «Τραγούδια της αυγής» (Jitfni pisne) του Σβάτοπλουκ Τσεχ (1846-1908), είτε σε πεζό, όπου ανάλογα κίνητρα έσπρωξαν τους Ζίκμουντ Βίντερ (1846-1912), Άλοϊς Γίρασεκ (1851-1930) και Τερέζα Νοβάκοβα (1853-1912) να προτιμή-σουντο ιστορικό μυθιστόρημα και θέματα από το περιβάλλον του χωριού. Το 1887 ο Γιόσεφ Βάτσλαβ Σλάντεκ (1845-1912), αξιόλογος λυρικός ποιητής, όπως δείχνουν τα «Πένθιμα τραγούδια» του (Pisne Smutecni), ανέλαβε τη διεύθυνση της επιθεώρησης «Λού-μιρ», γύρω από την οποία συγκεντρώθηκε μια νέα ομάδα ποιητών και μυθιστοριογράφων, ανάμεσα στους οποίους ο Πούλιους Ζέγερ (1841-1901) και προπάντων ο Γιάροσλαβ Βρχλίτσκι (1853-1912) με τις θαυμάσεις με-ταφράσειςτου. Κατάτη δεκαετία 1880-1889, πολλοί Βοημοί συγγραφείς ασχολήθηκαν με το ρεαλιστικό κοινωνικό μυθιστόρημα, δεν μπόρεσαν όμως να απαλλαγούν από μια πλαδαρή μίμηση του νατουραλισμού του Ζολά, με εξαίρεση τα έργα του Κάρελ Μ. Τσάπεκ-Χοντ (1860-1927). Μετά το 1890 άρχισε για την τσεχική λογοτεχνία η «νεότερη» εποχή. Τον ποιητικό ρεαλισμό του Γιόσεφ Μάχαρ (1864-1942) ακολούθησε γρήγορα ο «ντεκα-νταντισμός» του Ότακαρ Μπρζεζίνα (1862-1929) και ο αναρχικός υποκειμενισμός βιταλιστικού τύπου του Βίκτορ Ντικ (1877-1931), τάσεις που επηρέασαν άμεσα την αναρχική πολιτική ποίηση του Στάνισλαβ Νόιμαν (1875-1947) και την προλεταριακή του Γίρζι Βόλκερ (1900-1924). Η πρόζα δεν μπόρεσε, την περίοδο εκείνη, να συμβαδίσει με τη λυρική ποίηση· με τα έργα του Ίβαν Όλμπραχτ (ψευδώνυμοτου Ζέμαν Κάμιλ, 1882-1952) και της Μαρίας Μαγέροβα (1882-1966) το προλεταριακό μυθιστόρημα πραγματοποίησε την είσοδό του στην τσεχική λογοτεχνία, μόνο όμως με τον Γιάροσλαβ Χάσεκ (1883-1923) έφτασε σε αξιόλογα αποτελέσματα. Κατά την περίοδο μεταξύ των δύο Παγκοσμίων Πολέ μων, μεγάλη επιτυχία γνώρισε το διήγημα και η νουβέλα· σε αυτά διακρίθηκε ιδιαίτερα ο Κάρελ Τσάπεκ (1890-1938).
Γύρω από το κίνημα του «ποιητισμού», που εγκαινίασε πριν από το B’ Παγκόσμιο Πόλεμο ο Βίτιεσλαβ Νέζβαλ (1900-1958), συγκεντρώθηκαν οι πιο ποικίλοι προσανατολισμοί και συχνά συγχωνεύονταν, όπως στη λυρική ποίηση του Γιόσεφ Χόρα (1891-1945) και του Γιάροσλαβ Σέιφερτ (1901), ο πειραματισμός και η τέχνη με κοινωνική τάση. Ανάμεσα στους συγγραφείς της περιόδου εκείνης, αξίζει να αναφερθεί ο Βλάντισλαβ Βά-ντσουρα (1891-1942) καιτο μυθιστόρημάτου «Τατρίαποτάμια» (1936).
Οι αλλαγές που επήλθαν στην πολιτική και κοινωνική δομή της χώρας μετά το 1948, αποτέλεσαν το κεντρικό θέμα των μυθιστορημάτων των Βλάντιμιρ Νεφ (1909), Γιαν Ότσε-νασεκ (1924), Μαρίας Πουψάνοβα (1893-1958), Βάτσλαβ Ρζέζατς (1901-1956) και πολυάριθμων άλλων πεζογράφων, όλων προσανατολισμένων στο σοβιετικό πρότυπο του «σοσιαλιστικού ρεαλισμού». Ακολουθώντας το πρότυπο αυτό, και αυτή ακόμα η λυρική ποίηση περιορίζεται, ώς το 1956, στη μίμηση του Μαγιακόφσκι. Από τη χρονολογία αυτή ακολουθεί πιο μοντέρνα πρότυπα. Στο πρόβλημα των φυλετικών διωγμών αφιέρωσε την πλούσια παραγωγή του ο διηγηματογράφος Άρνοστ Λούστιγκ (1926) («Δεν θα ταπεινώσεις κανέναν», 1963), ενώ μια κριτική επανεξέταση της σημερινής σοσιαλιστικής πραγματικότητας έκαναν οι δύο πιο πρωτότυπες φωνές της σύγχρονης τσεχικής πεζογραφίας, ο Γίρζι Φριντ (1923) και ο Γιόσεφ Σκβό-ρετσκι (1924).
Κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του ‘70, εμφανίζονται πολλοί νέοι συγγραφείς με σημαντικό έργο, μεταξύ των οποίων ο πλέον γνωστός είναι ο Μίλαν Κούντερα, ποιητής, πεζογράφος και δραματουργός, ενώ ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν και τα έργα των Λ. Φουκς, Μπ. Χράμπαλ, Β. Πάραλ και I. Κλίμα, χωρίς ασφαλώς να παραγνωρίζονται συγγραφείς όπως ο Λ. Βακουλίκ και ο Γ. Προσάζκα, στενότατα συνδεδεμένοι με το «Νέο Ρεύμα» της Πράγας του 1968, ούτε οι συγγραφείς που διώχθηκαν από το καθεστώς εξαιτίας της κριτικής που άσκησαν στη σοσιαλιστική πραγματικότητα, όπως οι Κ. Πέκα, Κ. Σιντόν, Α. Κλίμεντ και Ε. Κριζεοβά. Εκτός από την πεζογραφία και την ποίηση, μεγάλη ανάπτυξη γνώρισε και το τσέχικο θέατρο, στην εξέλιξη του οποίου συνέβαλαν αποφασιστικά οι Γ. Χίλμπερτ, Γ. Μάχεν, Φ. Λάνγκερ, Γ. Βόσκονεκ και Γ. Βέριχ. Από τους σύγχρονους δραματουργούς θα πρέπει να αναφερθούν, εκτός από τον Μίλαν Κούντερα, ο Βάτσλαβ Χάβελ (τελευταίος Πρόεδρος της Τσεχοσλο-βαικής Δημοκρατίας και, στη συνέχεια, Πρόεδρος της Τσεχίας), καθώς και οι Γ. Τοπόλ, Π. Κόχουτ και Β. Μπλάζεκ.
Τέλος, δεν πρέπει να θεωρηθεί ότι ανήκουν στην τσεχική λογοτεχνία δύο συγγραφείς με παγκόσμιο ανάστημα, ο Ράινερ Μαρία Ρίλκε και ο Φραντς Κάφκα, που γεννήθηκαν και οι δύο στην Πράγα, αλλά έγραψαν γερμανικά.Προϊστορία και ρωμαϊκοί χρόνοι. Τα πρώτα ίχνη ανθρώπινων οικισμών και προϊστορικών πολιτισμών στο έδαφος της σημερινής Τσεχολοβακίας συνδέονται με την πανάρχαια ύπαρξη σπουδαίων συγκοινωνιακών αρτηριών μεταξύ βορρά και νότου, ανατολής και δύσης, που έκαναν επί αιώνες και χιλιετίες, προπάντων τη Βοημία, ουσιώδη κόμβο του ευρωπαϊκού πολιτισμού. Δεν είναι, κατά συνέπεια, παράδοξο αν βρίσκουμε χειροποίητα αντικείμενα της εποχής του σιδήρου, που συνδέονται με τον πολιτισμό του Χάλστατ, κοντά στην Μπρατισλάβα και αν άλλα χειροποίητα αντικείμενα κελτικού τύπου βρέθηκαν στη Στράκονιτσε, μεταξύ Πίλσεν και Πράγας. Φθάνοντας σε πιο πρόσφατη εποχή, βρίσκουμε στο ίδιο έδαφος της Μπρατισλάβα μια κεφαλή ρωμαϊκής γέφυρας μπροστά στο παραδουνάβιο λιμάνι Καρνούς και ένα φρούριο, ρωμαϊκό και αυτό, που τα ερείπια του ήρθαν στο φως στη Στούπαβα. Τους ίδιους δρόμους nou χρησιμοποιούσαν οι Ρωμαίοι έμποροι, ακολούθησαν αργότερα (4ος αι.), από αντίθετες κατευθύνσεις, οι βαρβαρικές μεταναστεύσεις.
Από το ρωμανικό στο γοτθικό ρυθμό. 0 δυτικός πολιτισμός και οι δυτικές τέχνες επανέκτησαν την επαφή με τις βοημικές περιοχές κατά την καρολίγγεια και οθωνική περίοδο. Μεταξύ του 11ou και 12ou αι., κτίζονται στην Πράγα οι πρώτοι ρωμανικοί ναοί. Από το δεύτερο μισό του 11ou αι. χρονολογείται επίσης το πρώτο αριστούργημα της βοημικής μικρογραφίας, το «Ευαγγέλιο της Βίσεχραντ», με γεμάτες ζωντάνια ολοσέλιδες μινιατούρες. Άλλα κέντρα ήκμασαν κατά το 12o αι., όπως η Όλομουτς, η Ζνόιμο, η Τρνάβα και η Κούτνα Χόρα.
Όπως σε τόσες άλλες χώρες της Ευρώπης, η γοτθική αρχιτεκτονική εισήχθη από τα μεγάλα θρησκευτικά τάγματα. Πράγματι, στους βενεδικτίνους ανήκει μία από τις ωραιότερες εκκλησίες γοτθικού ρυθμού του 13ou αι., το αβαείο του Τρζέμπιτς. Ανάμεσα στα καλύτερα δείγματα γλυπτικής της εποχής εκείνης, είναι οι «Εστεμμένες κεφαλές» στα κιονόκρανα του ναού του Σωτήρος στην Πράγα.
Ο χρυσός αιώνας της βοημικής τέχνης. 0 14ος αι. σημειώνει την ωραιότερη περίοδο της βοημικής τέχνης, χάρη στην προστασία και την ενίσχυση από τον αυτοκράτορα Κάρολο Δ’ και ύστερα από το βασιλιά Βεγκέσλαο Δ’. Από τον Βεγκέσλαο είχαν στο ζήτημα αυτό προηγηθεί, μεταξύ του 13ou και 14ou αι., οι αντίπαλες φεουδαρχικές οικογένειες των Ρόζμπερκ, των «κυρίων του πενταπέταλου ρόδου» και των Πρζεμισλίδων, που είχαν έλθει πριν από τον οίκο του Λουξεμβούργου στο θρόνο της Πράγας. Σε αυτούς οφείλεται η ίδρυση, κατά τα μέσα του 13ou αι., των δύο μεγάλων γοτθικών αβαείων, των Βίσι Μπροντ και Ζλάτα Κόρουνα. Η τελευταία των Πρζεμισλίδων, η πριγκίπισσα Κούν-χουτα, κόρη του Ότοκαρ B’, είναι εκείνη που παρήγγειλε το πρώτο αριστούργημα μικρογραφίας του 14ou αι., το «Μαρτυρολόγιο» (Passionario).
Κατά τα μέσα του 14ou αι., έχουμε δύο μεγάλες και εξαιρετικά διαφορετικές προσωπικότητες ζωγράφων. 0 μαΐστορας («μαΐστορες» ή «μαστόρους» αποκαλούσαν στο Μεσαίωνα και στην Αναγέννηση τους μεγάλους δασκάλους της ζωγραφικής, γλυπτικής και αρχιτεκτονικής) του Βίσι Μπροντ (και του Χόενφουρτ) είναι ο δημιουργός των πινάκων με τις «Ιστορίες του Χριστού» για το ομώνυμο αβαείο (σήμερα στο Μουσείο της Πράγας). Ο μαΐστορας Θεοδώριχος (κατά πληροφορίες από το 1359-1381) είναι δημιουργός, με τη βοήθεια πολυάριθμων μαθητών του, της ζωγραφικής διακόσμησης του παρεκκλησίου του Τιμίου Σταυρού στον πύργο του Κάρλσταϊν, με νωπογραφίες που σήμερα μόνο τμήματα τους σώζονται, οι οποίες παριστάνουν «Ιστορίες της Αποκάλυψης» και του «Ιησού και της Μαρίας», καθώς και με πίνακες της «Σταύρωσης», του «Χριστού πάσχοντος» και των «Μυροφόρων» και προπάντων μετους 120 πίνακες μορφών σε προτομή, αγγέλων, προφητών, αγίων και βασιλέων.
Η ακμή επί Καρόλου Δ’ με πρωτεύουσα την Πράγα.
Υπό τον ουμανιστή αυτόν αυτοκράτορα, ιδρυτή της «νέας πόλης», η Πράγα βρίσκεται στο απόγειο της προόδου της. Το πρώτο σημείο της υψηλής ουμανιστικής κουλτούρας της είναι η ωραιότητα των κωδίκων: οι δύο πιο λαμπροί είναι το «Οδοιπορικόν» (Liber Vi-aticus) και μια «Λειτουργική» (Messale). Μεγαλοπρεπή σύμβολα της τέχνης επί Καρόλου Δ’ είναι τα αρχιτεκτονήματα του Αγίου Βίτου (1344) στην Πράγα καιτου πύργου του Κάρλσταϊν, έργο του Ματιέ ντ’ Αράς και του συνεχιστή του Πετρ Πάρλερ. 0 Πάρλερ, εκτός του ότι ήταν συνεχιστής του Ματιέ ως αρχιτέκτονας, είναι δημιουργός, με το «ατελιέ» του, των γλυπτών της στοάς των πλευρικών κλιτών.
0 τύπος αυτός γλυπτικής προέρχεται από την πιο τυπικά αυτόχθονα, τοπική παραγωγή. Αν η «Παναγία της Στράκονιτσε» (γύρω στο 1330-1340) φανερώνει ακόμα μια λίγο τραχιά και επαρχιώτικη απόδοση γαλλικών και ρηνανικών προτύπων, κατά τα μέσα του αιώνα εμφανίζονται ταυτόχρονα οι πρωτότυπες «Παναγίες» των Μοραβών μαϊστόρων (η Παναγία του ναού του Αγίου Μιχαήλ στην Πράγα), τυλιγμένες σε φορέματα με πλούσιες, κυματιστές πτυχές, και οι ξύλινες, άκαμπτες, δραματικές λαϊκές «Σταυρώσεις» και «Αποκαθηλώσεις», όπως οι ωραιότατες εκείνες της Στράκονιτσε. Αριστούργημα της μοραβικής γλυπτικής είναι οι τραχείς, ογκώδεις «Απόστολοι» της Λέβοτσα, που, έναν αιώνα αργότερα, ξαναχρησιμοποίησε ο γλύπτης Πάβελ στην υστερογοτθική Αγία Τράπεζά του.
Το «ωραίο στιλ» του Βεγκεσλάου. Η τελευταία άνθηση της τέχνης του 14ou αι. συμπίπτει με τη βασιλεία του Βεγκεσλάου Δ’. 0 τύπος του γοτθικού ναού με δύο κλίτη, που γεννήθηκε με το ναό του Αγίου Πνεύματος στην Πράγα, διαδόθηκε στη Βοημία. Αριστούργημα του είδους αυτού είναι η μονή των αυγουστινιανών στο Τρζέμπον (1367). Στο ναό υπήρχαν οι τρεις πίνακες του μαΐστορα του Τρζέπον ή του Βίτινγκαου με «Ιστορίες των Παθών» και «Αγίους», που χρονολογούνται από το 1378-1380 περίπου (σήμερα στο Μουσείο της Πράγας).
Η πλήρης επικράτηση της καλαισθησίας της αυλής του Βεγκεσλάου χαρακτηρίζεται με τον όρο «ωραίο στιλ». Τα πιο τυπικά δημιουργήματα είναι μικρογραφίες και σχέδια και οι «Ωραίες Παναγίες». Αριστουργήματα της μικρογαφίας είναι η «Βοημική Λειτουργική» του Πανεπιστημίου της Στοκχόλμης, η Βίβλος του Βεγκεσλάου» (Βιβλιοθήκη Βιέννης, 1380-1390), το «Χρονικό του Ζμπρά-σλαβ» (Cronaca diZbraslav, γύρω στο 1393).
Οι «Ωραίες Παναγίες», ξυλόγλυπτες ή σε ασβεστόλιθο ή ζωγραφισμένες σε πίνακες, είναι μια δημουργία τυπικά βοημική του τέλους του 14ou αι. Ανάμεσα στα ωραιότερα δείγματα, είναι οι «Παναγίες» του Τσέσκι Κρούμλοβ, της Πίλσεν καιτης Λόμνιτσκα, γεγονός που μαρτυρεί τη διάδοση τους στη Σλοβακία.
Η τέχνη το 15o αιώνα. Η ουσιτική εξέγερση και η αιματηρή καταστολή της από τον αυτοκράτορα σκόρπισαν ερείπια στη Βοημία και στη Μοραβία. Και όμως, η πόλη στην οποία γεννήθηκε η ουσιτική εξέγερση, η Τάμπορ, μας προσφέρει ακόμα και σήμερα το πιο ωραίο παράδειγμα αστικής πόλης του 15ou αι. Στη βοημική και μοραβική γλυπτική και ζωγραφική, με την προοδευτική επίδραση του γερμανικού υστερογοτθικού εξπρεσιονισμού, παρατηρείται μια διαδικασία παρακμής και επαρχιωτισμού. Το αντίθετο συμβαίνει στη Σλοβακία, λόγω και της εισροής σε αυτήν των Ούγγρων, που τους απειλούσαν οι Τούρκοι. Στην αρχιτεκτονική, ο μαΐστορας Στέφαν κτίζει στην Κόσιτσε (μέσα 15ou αι.) το ναό της Αγίας Ελισάβετ.
Στη γλυπτική και στη ζωγραφική διαδεδομένος είναι ο τύπος της μεγάλης γλυπτής και ζωγραφισμένης Αγίας Τράπεζας, που γεννήθηκε στη Σουηβία και διαδόθηκε σε όλες τις χώρες που βρίσκονταν υπό την κυριαρχία των Αψβούργων. Το σλοβακικό αριστούργημα του είδους αυτού είναι η «Μεγάλη Αγία Τράπεζα» της Λέβοτσα, που αποπερατώθηκε το 1515 από τον Πάβελ. Κατά το τέλος της περιόδου του γοτθικού ρυθμού, παρατηρείται αναγέννηση της βοη-μομοραβικής τέχνης, ιδιαίτερα στη γλυπτική, που έχει σαφώς επηρεαστεί από την τέχνη του Φάιτ Στος. Αυτό μαρτυρούν τα έργα των αρχών του 16ou αι., όπως «Η Κοίμηση της Θεοτόκου» του αβαείου του Βίσι Μπρο-ντ, «0 θρήνος για το νεκρό Χριστό» του Ζέ-μπρακ και η «Μαγδαληνή» του Μάλι Μπορ.
Από την αρχιτεκτονική της Αναγέννησης στο μανιερισμό. Η πρώτη εμφάνιση των διακοσμητικών μορφών της ιταλικής Αναγέννησης βρίσκεται στις κορνίζες των παραθύρων και των εισόδων των αριστουργημάτων της Πράγας, έργων του Αυστριακού Μπένεντικτ Ρεντ (γύρω στο 1454-1534): η μεγάλη αίθουσατου βασιλιά Λαδισλάου και η πτέρυγα του βασιλιά Λουδοβίκου στα βασιλικά ανάκτορα της Πράγας, που κτίστηκαν μεταξύ των ετών 1484 και 1502. Με την πάροδο των δεκαετιών, η αρχιτεκτονική της Αναγέννησης ιταλικού τύπου εδραιώνεται απόλυτα. Για την τσεχική αριστοκρατία ιδιαίτερη σπουδαιότητα είχε το ταξίδι πενήντα ευγενών στη Γέ-νουατο 1541. Από εκείνη τη στιγμή κτίζονται στη σειρά οι μεγάλοι πύργοι και οι επαρχιακές επαύλεις, όπου εργάστηκαν κυρίως Ιταλοί αρχιτέκτονες. Ιδιαίτερα ιδιόρρυθμη είναι η Ροτόντα στο κάστρο του Γίντρζιχουφ Χράντετς (1592-1597) των Τζοβάνι Μαρία Φακόνι και Αντόνιο Κομέτα.
Το αποκορύφωμα της πολιτιστικής επίδρασης της Αναγέννησης παρατηρήθηκε επί Ροδόλφου B’, που μεγάλωσε ακόμα περισσότερο τον πύργο του (πάντοτε με Ιταλούς αρχιτέκτονες), για να τοποθετήσει τη λαμπρή συλλογή του από βενετσιάνικους ζωγραφικούς πίνακες και μπρούντζινα γλυπτά του Τζαμπολόνια, συλλογή που σκορπίστηκε ολοκληρωτικά κατά τη διάρκεια του Τριακονταετούς πολέμου.
Ο αριστοκράτης και ισχυρός στρατηγός Βάλενσταϊν, στο μεταξύ, δημιούργησε στην Πράγα και στη Βοημία ένα αληθινό προσωπικό φέουδο, στο οποίο η τσεχική Αναγέννηση έζησε την τελευταία μεγάλη της ώρα. Σύμ-βολό της είναι το ανάκτορο Βάλενσταϊν στην Πράγα (1621-1630) σε σχέδιο του Ιταλού Αντρέα Σπέτσα.
Ο θρίαμβος του μπαρόκ. Γύρω στα μέσα του 17ou αι., όταν η χώρα συνερχόταν από τα δεινά των θρησκευτικών πολέμων, η καλλιτεχνική έκφραση ήταν πια οριστικά το μπαρόκ. Και πάλι η αρχιτεκτονική δραστηριότητα είχε ανατεθεί σε Ιταλούς. Στον Φραντσέσκο Καράτι είχε ανατεθεί το σχέδιο του ωραιότερου μεγάρου της επο χής, του κόμητα Τσέρνιν στο Χράντσανι (Πράγα), που εγκαινιάστηκε το 1669. Άλλος Ιταλός με μεγάλη αρχιτεκτονική παραγωγή ήταν ο Κάρλο Λουράγκο. Στη Μοραβία εργάστηκε ο Τζοβάν Πιέτρο Τενκάλα από το Tt-τσίνο, που έδωσε νέα μορφή στο Κρόμιερζιζ, κατοικίατου επισκόπου Καρόλου του Λίχτενσταϊν-Καστελκόρβο.
Το απόγειο του βοημικού μπαρόκ σημειώνεται, κατά το πρώτο μισό του 18ou αι., με αρχιτεκτονικές μορφές επεξεργασμένες από ξένους αρχιτέκτονες, Γάλλους και Ιταλούς, στις οποίες μια δεύτερη γενιά μεγάλων ντόπιων καλλιτεχνών έδωσε καθαρά τσεχική έκφραση. 0 Γάλλος Ζαν-Μπατίστ Ματέ (π. 1630-1695) σχεδίασε το ναό των Σταυροφό-ρων στην Πράγα (1678-1687), ενώ ο Ιταλός Ντομένικο Μαρτινέλι (1650-1718) σχεδίασε το αβαείοτου Χράντισχ (1650-1718) στη Μοραβία. 0 Σαντίνο Άιχελ καταγόταν από την Πράγα, αλλά είχε πάρει το ιταλικό όνομα Τζοβάνι Σαντίνι (1667-1723). Δείγματα της αρχιτεκτονικής του βλέπουμε στα μεγάλα μοναστηριακά συγκροτήματα του Σέντλετς (1703) καιτου Κλάντραου (1712). Στο μοναστηριακό συγκρότηματου Πλάσι βρίσκουμε ενωμένα τα ονόματα του Σαντίνι και του Κίλιαν Ίγκνατς Ντίντσενχοφερ (1689-1751). 0 τελευταίος αυτός, μαζί με τον πατέρα του Κρίστοφ (1655-1722), είναι η πιο μεγάλη προσωπικότητατου μπαρόκτης Πράγας. Σε αυτούς οφείλεται ο αριστουργηματικός ιη-σουιτικός ναός του Αγίου Νικολάου στη Μάλα Στράνα (Μικρή Συνοικία) της Πράγας, καθώς και ο άλλος ναός του Αγίου Νικολάου στη Στάρε Μέστο (Παλαιά Πόλη) της Πράγας. 0 ναός του Αγίου Ιωάννη του Νέπομουκ «εν Δεσμοίς» σχεδιάστηκε στα πρότυπα που χάραξε ο Χίλντεμπραντ, αρχιτέκτονας του ναού του Αγίου Πέτρου (Ζανκτ Πέτερσκιρχε) στη Βιέννη. Και εδώ υπάρχουν δύο πύργοι που δεσπόζουν διαγώνια στην πρόσοψη, με τη διαφορά ότι μια τάση ροκοκό κάνει το οικοδόμημα αυτό ελαφρότερο.
Η γλυπτική και η ζωγραφική του μπαρόκ. Σχετικά με τη γλυπτική του μπαρόκ, παρατηρούμε ένα περίεργο φαινόμενο: όλα τα αριστουργήματα του ρυθμού αυτού συνδέονται μετη διακόσμηση ενός και μόνου έργου, της λεγόμενης Γέφυραςτου Καρόλου στον ποταμό Μολδάβα. Η σχολή του φον Μπράουν κυριαρχεί στη γλυπτική της Πράγας του 18ou αι. και παρουσιάζει τα καλύτερα δείγματα της στο ναό του Αγίου Νικολάου στην Πράγα. Η ζωγραφική, ύστερα από έναν αιώνα σκοταδισμού που ακολούθησε τον τριακονταετή πόλεμο, ξαναβρίσκει το δρόμο της με τον Κάρελ Σκρέτα (1610-1674), που το έργο του είναι καθαρά ιταλικής έμπνευσης. Ανάμεσα στα σπουδαιότερα ζωγραφικά έργα του, αναφέρουμε τους 32 πίνακες σε μουσαμά, με θέμα τη «Ζωή του Αγίου Βεγκεσλάου» για τον πύργο του Λόμπκοβιτς στο Μιέλνικ, από τους οποίους σώζονται μόνο έξι.
0 Πετρ Μπραντλ (1668-1735) ακολουθεί την τεχνοτροπία της αγιογραφίας του Σκρέτα στην Πράγα και σε πολλά μέρη όπου τον οδηγούσε η γεμάτη περιπλανήσεις και περιπέτειες ζωή του (πέθανε στην Κούτνα Χόρα). Αρκετά διαφορετικού χαρακτήρα, με περισσότερες προεκτάσεις προς την κομψότητα του 18ou αι. είναι η ζωγραφική του προσω-πογράφου Γιαν Κούπετσκι (π. 1667-1740).
Από το 19o αιώνα έως σήμερα. Αν στη νεοκλασική περίοδο δεν υπάρχει κανένα έργο άξιο λόγου, και η τέχνη του 19ou αι. δεν ξεπερνά τη μετριότητα. Στη ζωγραφική η Ακαδημία Καλών Τεχνών, που ιδρύθηκε στην Πράγα, δεν είναι παρά ένα υποκατάστημα της επίσημης ζωγραφικής σχολής της Βιέννης· μόνο το όνομα του μέτριου, αλλά ευαίσθητου τοπιογράφου Άντονιν Μάνες αξίζει κάπως να αναφέρουμε. Μετά τα μέσα του αιώνα, οι τοπιογράφοι είναι ακριβώς εκείνοι που δίνουν έναν πιο δροσερό τόνο, όπως οι Γιάροσλαβ Τσέρμακ και Άντονιν Χίτουσι. Οι επαναστατικοί νεωτερισμοί του ιμπρεσιονισμού βρίσκουν απήχηση στην Πράγα με την ίδρυση (1887) του Συλλόγου Μάνες, που ο καλύτερος εκπρόσωπος του είναι ο Άντονιν Σλάβιτσεκ. Μέσα στο κλίμα αυτό δίνει τα πρώτα του έργα ο γλύπτης Γιόσεφ Βάτσλαβ Μίσλμπεκ (1844-1922). Η μεγαλύτερη όμως προσωπικότητα της νεότερης τσεχικής ζωγραφικής είναι ασφαλώς ο Μπόχουμιλ Κούμπιστα (1884-1918), μέλος (1908) της «Ομάδας των Οκτώ», που ακολουθούσαν συγκεχυμένα τους νεωτερισμούς του μετιμπρεσιονισμού. 0 Κούμπιστα ακολουθεί ένα προσωπικό του όραμα πλαστικότητας, αυστηρής και μνημειακής, εξαιρετικά παγερής στο χρώμα, αλλά με μια αμεσότητα και μια ειλικρινή αναζήτηση της λαϊκής τέχνης. Σημαντική συμβολή προσφέρει η σύγχρονη Τσεχία στην ιστορία της αρχιτεκτονικής. Τη σύγχρονη καλαισθησία επέβαλε ένας μαθητής του Ότο Βάγκνερ, ο μεγάλος αρχιτέκτονας Γιαν Κότιερα. Οι καλλιτέχνες της περιόδου μεταξύ των δύο Παγκοσμίων Πολέμων ακολουθούν κατά μεγάλο μέρος την τάση του 20ού αι. της «επιστροφής στην τάξη». Τέτοια είναι η περίπτωση των Γιόσεφ Μπροζ και Βάτσλαβ Ράμπας και, σχετικά, του πιο σημαντικού Φράντισεκ Μούζικα. Μια μοναχική και ενδιαφέρουσα μορφή είναι του Σλοβάκου Λούντο Φούλα, που παρουσιάζει με τελείως σύγχρονους τρόπους, που θυμίζουν Καντίνσκι και Σαγκάλ, τοπικές μορφές και παραδόσεις.
Κατάτη μεταπολεμική περίοδο, η ανταπόκριση της τσεχοσλοβακικής τέχνης στο «σοσιαλιστικό ρεαλισμό» συνίσταται ακριβώς στην έρευνα και στην έμπνευση από τις μορφές της ζωντανής λαϊκής τέχνης στις διάφορες περιοχές της Τσεχοσλοβακίας. Τα καλύτερα επιτεύματα παρατηρούνται στη χαρακτική, ιδιαίτερα στις ξυλογραφίες και στις εικονογραφήσεις βιβλίων. Ανάμεσα στους καλύτερους χαράκτες, αξίζει να αναφέρουμε τον Γιόσεφ Λάντα, που εικονογράφησε τον περίφημο «Καλό στρατιώτη Σβέικ» του Χάσεκ, τον Άλοϊς Κλίνο και τον Ρόμπερτ Ντούμπραβετς. Τις πιο ζωηρές φωνές της τελευταίας γενιάς βρίσκουμε στα μέλη της «Ομάδας ‘42», που συστάθηκε τον ίδιο ακριβώς χρόνο σε μια κοινή βάση σουρεαλιστικού τύπου, με πικρή και δραματική φλέβα. Η ομάδα διαλύθηκετο 1948, αλλάτα μέλη της έλαβαν μέρος στις τελευταίες μπιενάλε της Βενετίας. Πρόκειται για τους ζωγράφους Φράντισεκ Γκρας, Γιαν Κότικ, Γιαν Σμέτανα, Κάμιλ Λχότακ και για το γλύπτη Λάντισλαβ Ζιβρ. Μεταξύ αφαίρεσης και απεικονιστικότητας είναι τα έργα των Γιαν Σπάλα, Βλάντιμιρ Γιάρτσοβσακ και Κάρελ Μάλιτς, που τελευταία έχουν στραφεί σε έρευνες υλικού. Ανάμεσα στους πιο σημαντικούς τοπιογράφους πρέπει να αναφέρουμε τον Γίρζι Μπάλκαρ.
Στον τομέα της γλυπτικής, ενδιαφέροντα επιτεύγματα έχουμε με τους Άλες Βέσελι, Γιόζεφ Γιάνκοβιτς, Γιάροσλαβ Μπάρτος, Φράντισεκ Πλάβου και Γ. Κρίστουφεκ, που φιλοτέχνησε πάνω σε ξύλο λεπτεπίλεπτες παιδικές μορφές με θαυμάσια χαρακτηριστικά, δείγματα μιας ξεχωριστής τέχνης.
Και η αρχιτεκτονική όμως, κατά τα τελευταία είκοσι πέντε χρόνια, έχει να παρουσιάσει σημαντική ανάπτυξη, ιδιαίτερα στον τομέα της πολεοδομίας, με τη δημιουργία πολυάριθμων δορυφόρων πόλεων και την επεξεργασία λεπτομερών σχεδίων για το σύνολο σχεδόν των πόλεων. Αρκεί να αναφέρουμε την αναδιάρθρωση της πόλης Μλάντα Μπόλεσλαβ, τις συνοικίες Λέσνα στο Μπρνο και την Κάρλοβα Βες στην Μπρατισλάβα, καθώς και τον πύργο τηλεόρασης στη Γέστιεντ, έργο του αρχιτέκτονα Κάρελ Χούμπατσεκ.Είναι γνωστό ότι δίνονταν λειτουργικές παραστάσεις από το 14o αι. στα βασιλικά ανάκτορα της Πράγας. Κατά την περίοδο του ουμανισμού και της αντιμεταρρύθμισης, το λόγιο θέατρο, που χρησιμοποιούσε κατά μεγάλο μέρος τη λατινική γλώσσα, εκαλλιεργείτο στα σχολεία και στα κολέγια των Ιησουιτών. Κανονικό θέατρο με μόνιμο κτίριο ιδρύθηκε στην Πράγα για πρώτη φορά το 1738. Το ρεπερτόριο του αποτελούσαν κυρίως ιταλικά μελοδράματα και γερμανικές κωμωδίες. Μόνο το 1786, όταν ιδρύθηκε νέο θέατρο με μόνιμο θίασο, άρχισαν να δίνονται παραστάσεις στην τσεχική γλώσσα με κωμωδίες που μεταφράζονταν κυρίως από τα γερμανικά. Κατάτο πρώτο μισότου 19ou αι. διακρίθηκαν δύο Τσέχοι δραματουργοί: ο Βάτσλαβ Κλίμεντ Κλίτσπερα (1792-1859) και ο Γιόσεφ Κάγεταν Τιλ (1808-1856).
Το 1883 αποπερατώθηκε στην Πράγα το Εθνικό Θέατρο, αφού επί είκοσι χρόνια χρησιμοποιήθηκε μια προσωρινή έδρα, στην οποία ο έξοχος ηθοποιός Γιόσεφ Γίρζι Κόλαρ (1812-1896) ήταν η δεσπόζουσα φυσιογνωμία. Καλύτερο έργο του θεωρείται «0 Εβραί-οςτης Πράγας» (Prazskyzid, 1871), ιστορική κωμωδία. Σύγχρονός του ήταν ο Εμάνουελ
Μπόζντιεχ (1841-1889), που σημείωσε μετην τραγωδία «0 βαρόνος Γκερτς» (Baron Go-ertz, 1871), μια επιτυχία που άντεξε στο χρόνο. Αν η ρομαντική έμπνευση είναι ζωντανή στα δράματα του Γιάροσλαβ Βρχλίτσκι, από το «Μια νύχτα στο Κάρλστεϊν» (Noc na Karl-stezine, 1884) ώςτηντραγικήτριλογία «Ιπποδάμεια» (lppodamie, 1883-1891), ο ρεαλισμός όμως κυριάρχησε πολύ γρήγορα. Την κατεύθυνση αυτή ακολουθούν η κωμωδία «Οι νταήδες» (Nasi furianti, 1887) του Λάντισλαβ Στροουπεζνίτσκι (1850-1892) και η τραγωδία «Μάρισα» (Marysa) των αδελφών Άλοϊς (1861-1925) και Βίλεμ Μρστικ (1863-1912). Το 1900 έγινε διευθυντής και κύριος σκηνοθέτης του Εθνικού Θεάτρου ο Γιάροσλαβ Κβάπιλ (1863-1950), που οι σκηνοθεσίες του αποτελούσαν μια εξισορρόπηση ρεαλισμού και συμβολισμού. Πιο τολμηρή και πρόδρομος του εξπρεσιονισμού ήταν η εργασία του ΚάρελΧούγκοΧίλαρ (1885-1935), που κλήθηκε στο Εθνικό Θέατρο το 1920.
Κατά την περίοδο του μεσοπολέμου, η τσεχική θεατρική ζωή υπήρξε αρκετά έντονη σε όλη τη χώρα. Στην Πράγα γεννήθηκε το καμπαρέ και άνοιξαν τα πρωτοποριακά θέατρα. Το 1925 οι Γίρζι Φρέικα και Γίντρζιχ Χονζλ ίδρυσαν ελεύθερο θέατρο, που έγινε μια λαϊκή σκηνή πολιτικής και κοινωνικής σάτιρας. Το 1933 ο Έμιλ Φράντισεκ Μπούριαν οργάνωσε το πρωτοποριακό θεατράκι «D 34».
Οι παραστάσεις του όμως διακόπηκαν από την αυστηρή λογοκρισία των ναζιστών κατακτητών το 1938. Μετά την απελευθέρωση επικράτησε η τάση του σοσιαλιστικού ρεαλισμού, αλλά από τα μέσα της δεκαετίας 1950-1959 παρατηρήθηκε στροφή στις προηγούμενες πρωτοποριακές εμπειρίες με τους σκηνοθέτες 0. Κρέιτσα, Ε. Σοκολόβσκι και το σκηνογράφο Γ. Σβόμποντα.
Η περίοδος της μεγαλύτερης λαμπρότητας του σύγχρονου τσεχοσλοβακικού θεάτρου είναι μεταξύ 1965 και 1972, εποχή κατά την οποία στο γόητρο ανθρώπων του θεάτρου, όπως ο Σβόμποντα και ο Κρέιτσα, προστέθηκε η φήμη που απέκτησε στο διεθνές πεδίο ένας υποδειγματικός οργανισμός, ο οποίος στις αρχές εμφανίστηκε στο θέατρο «Στην πύλη» (Za branu).
Πέρα όμως από τα θεατρικά επιτεύγματα του, ο Κρέιτσα είναι εκείνος που κατάφερε να ανεβάσει το «Za branu», σε συμφωνία με τους άλλους ιθύνοντες του θεάτρου (τον κω-μωδιογράφο Τόπολ, τον Σβόμποντα και το σύμβουλο Κράους), έναν οργανισμό, στη συνοχή του οποίου συνέβαλε η ένθερμη συμμετοχή όλων των ηθοποιών και της Μαρίας Τό-μασοβα και του Γιαν Τρίσκα.
Στενά συνδεδεμένη με τις πολιτικές εξελίξεις της βοημικής χώρας, η ιστορία του «Za branu» (που η πορεία του είχε ήδη έμμεσα αναχαιτισθεί από υπουργικές διατάξεις, οι οποίες είχαν εκδοθείτο 1970) τερματίστηκε απότομα τον Ιούνιο του 1972, όταν οι αρχές διέταξαν το κλείσιμο του θεάτρου και τη διάλυση του θιάσου.0 τσεχικός κινηματογράφος άρχισε τη δραστηριότητά του το 1898, με μια σειρά μικρών κωμικών σκηνών, γυρισμένων από τον Γιαν Κρζίζενετσκι. Η πρώτη ταινία με υπόθεση ήταν «Οι πέντε αισθήσεις του ανθρώπου» (Pet smyslucloveka, 1908) του Γιόσεφ Σβαμπ Μά-λοστρανσκι. Το 1920, ο Γ.Σ. Κόλαργύρισετο «Τραγούδιτου χρυσού» (ZpevZlata). Ένα όνομα κυριαρχεί στην εξέλιξη του τσεχικού βωβού κινηματογράφου, το όνομα του Γκού-σταβ Μάχατι («Ερωτικόν» - Erotikon, 1929, και «Έκσταση» - Extase, 1933). Σύγχρονός του ήταν ο Γιόσεπ Ρόβενσκι, που διηύθυνε τη «Νεανική αγάπη» (Reka, 1933). Κατά το μεσοπόλεμο, το πέρασμα από το βωβό στον ηχητικό κινηματογράφο έγινε με την ταινία «Άγιος Βεγκέσλαος» (Svaty Vaclay, 1929) του Γ.Σ. Κόλαρ. Άξια μνείας είναι τα έργα του Μακ Φριτς: «0 επιθεωρητής» (l!revisore, 1933), «Η ατμομηχανή» (La macchina a va-pore, 1934) και «Οι αδελφοί Χόρντουμπαλ» (Hordubalove, 1938). Όταν, το 1945, ο τσεχικός κινηματογράφος εθνικοποιήθηκε, χρησιμοποίησε μια σχετικά μικρή ομάδα σπουδαίων σκηνοθετών, όπως ο Γίρζι Τρνκα, στον οποίο οφείλονται τα πιο ωραία φιλμ με κινούμενα σχέδια που έχουν γυριστεί ποτέ -ωραιότερο είναι το «Όνειρο καλοκαιρινής νύχτας» (Sen noci Svatoyanske, 1959)- ο ΓίρζιΒάις, δημιουργός των φίλμ «Τελευταίος πυροβολισμός, 1950» (Posledni vystfel), «Μια ζωή σε κίνδυνο» (Hra ο zivot, 1956) και «Ρωμαίος και Ιουλιέτα και τα Σκοτάδια» (Romeo, Julie a Tma, 1960) με θέμα τους αντισημιτικούς διωγμούς των ναζιστών. Στη δεκαετία του 1960, το γόητρο του τσεχικού κινηματογράφου ενισχύθηκε με την παρουσία του Μί-λος Φόρμαν (1932), της μεγαλύτερης αυθεντίας ανάμεσα σε όσους πρωταγωνίστησαν στην «άνοιξη της Πράγας».
Μετά το πρώτο ξεκίνημα με δύο μέσου μήκους ταινίες, που αργότερα συνενώθηκαν στο φιλμ «Άμιλλα» (Concorso, 1963), ο Φόρμαν αναγνωρίστηκε για πρώτη φορά διεθνώς με το φιλμ «Άσσος μπαστούνι» (CernyPetr, 1963), που ακολουθήθηκε από το επίσης επιτυχημένο «Οι έρωτες μιας ξανθιάς» (Lasky iedne plavovlasky, 1965) μετη Χάνα Μπρέιχοβα, έργο με διεισδυτική ψυχολογική παρατήρηση. Στα επόμενα φιλμ ο σκηνοθέτης φαίνεται να έχασε τον αυθορμητισμό του. Άλλοι σκηνοθέτες του τσεχικού κινηματογράφου είναι οι: Όλμπριτς Λίπσκι με το έργο «Τζο ο Λεμονάδας» (LimonadovyJoe, 1964), Γιαν Νέμετς, Στέ-φαν Ούχερ, Γίρζι Μένζελ με το έργο «0 άνθρωπος που έβλεπε τα τρένα να περνούν» (Ostre sledovane vlaky, 1966) και με το τελευταίο φιλμ του «Για μια φούχτα χρυσάφι» (Kdo hleza zlate duo, 1975) και Γιούραϊ Για-κουμπίσκο.
Τα γεγονότα του 1968 θα έχουν αρνητική επίδραση στην πορεία του τσεχοσλοβακικού κινηματογράφου. Ορισμένοι σκηνοθέτες όπως οι Μίλος Φόρμαν, Ιβάν Πάσερ, Παν Καντάρ, και αργότερα οι Γιαν Νέμετς και Πάβελ Γιουράτσεκ, θα αυτοεξοριστούν στις ΗΠΑ και αλλού. Άλλοι σταματούν προσωρινά να ασχολούνται με τον κινηματογράφο, ενώ απαγορεύονται οι ταινίες που γυρίζουν ορισμένοι από εκείνους που παραμένουν (Έ-βαλντ Σορμ, Κάρελ Κατσίνια, Γίρι Μένζελ και Ντραχομίρα Βιχάνοβα) και μόνο στην περίο-δο της σοβιετικής περεστρόικα, που επηρεάζει και τις υπόλοιπες σοσιαλιστικές χώρες, θα μπορέσουν τελικά να προβληθούν. 0 κινηματογράφος επιστρέφει στον ακαδημαϊσμό και τη σχηματικότητα της δεκαετίας του ‘50 και για ένα μεγάλο διάστημα οι τσεχοσλοβακικές ταινίες εξαφανίζονται από τα μεγάλα διεθνή φεστιβάλ. Εκεί που η ποιότητα παραμένει πάντα στο ίδιο υψηλό επίπεδο είναι στις παιδικές ταινίες και τα κινούμενα σχέδια.
Αντίθετα, το υψηλό καλλιτεχνικό επίπεδο των ταινιών μυθοπλασίας αρχίζει να επανεμφανίζεται από τις αρχές της δεκαετίας του ‘80. Σημαντικές ταινίες παρουσιάζουν παλιό-τεροι σκηνοθέτες όπως η Βέρα Χιτίλοβα («Το παιχνίδι του μήλου» - Hra ο jabiko, 1976, Panelstory, 1979, «Το απομεσήμερο ενός γερο-φαύνου» - Faunovo velmi pozdni odpoledne, 1985), ο Γίρι Μένζελ («Μια χαρούμενη ξανθιά» - Postriziny, 1980, «Αγαπημένο χωριουδάκι μου» - Vesnicko ma stre-diskova, 1985), ο Γιουράι Γιακουμπίσκο («Η χιλιετής μέλισσα», 1983), ενώ εμφανίζονται και άλλοι, νέοι σκηνοθέτες (Κάρελ Σμίτσεκ, Βλαντίμιρ Ντρχα, Ζντένεκ Ζάοραλ, Ζένεκ Τρόσκα, κ.ά.).
Οι πολιτικές ανατροπές που θα ακολουθήσουν τη σοβιετική περεστρόικα και η εκλογή του συγγραφέα Βάκλαβ Χάβελ στην προεδρία της Δημοκρατίας θα σταθούν αφορμή για την αναβίωση του τσεχοσλοβακικού κινηματογράφου, με αποτέλεσμα ταινίες των Χάνακ, Μένζελ και Κατσίνια (έστω και γυρισμένες πριν από αρκετά χρόνια αλλά απαγορευμένες μέχρι τότε) να κερδίσουν βραβεία σε διεθνή φεστιβάλ. Παράλληλα, αρχίζουν να εμφανίζονται νέοι, ταλαντούχοι σκηνοθέτες (Μίλος Ζαμπράνσκι, Βακλάβ Κρίστεκ, Ιρένα Παβλάσκοβα, Φέρο Φένιτς κ.ά.). Τελικά, το 1993 η Τσεχοσλοβακία χωρίζεται σε δύο διαφορετικά κράτη, την Τσεχία και τη Σλοβα-κία, με ξεχωριστή η κάθε μια κινηματογραφία. Με τη δημιουργία του χωριστού κράτους της Τσεχίας, το κρατικό μονοπώλιο της βιομηχανίας του κινηματογράφου διαλύθηκε και στη θέση του ιδρύθηκε ένας εθνικός φορέας για την ενίσχυση των ταινιών ποιότητας, με πόρους από την είσπραξη φόρων από τις παλιές τσεχικές ταινίες, καθώς και από ειδικό φόρο στα εισιτήρια. Παρά τις δυσκολίες και την πτώση στην παραγωγή, δημιουργήθηκαν νέες εταιρείες παραγωγής, ανάμεσα τους και η AB Barrandov, με μετόχους σκηνοθέτες όπως ο Μίλος Φόρμαν, ο Μιροσλάβ Όντριτσεκ και ο Τεοντόρ Πίστεκ. Η παραγωγή της Τσεχίας περιλαμβάνει ταινίες ντοκιμαντέρ και κινουμένων σχεδίων, καθώς και ταινίες μυθοπλασίας. Από τις τελευταίες αναφέρουμε τις: Helimadoe (1993) του Γιαρομίλ Γίρες, «Το φρούριο» (Pevnost, 1993) της Ντραχομίρα Βι-χάνοβα, «Οι απίθανες περιπέτειες του στρατιώτη Τσόνκιν» (Zivot a neobycejna dobro-druzstvi vokala Ivan Conkina) του Γίρι Μένζελ, «Αποταμιευτής» (Akumulator, 1994) του νέου σκηνοθέτη Γιαν Σβέρακ, «Αμέρικα» (Amerika, 1994) του Βλαντιμίρ Μιχάλεκ, βασισμένη στο μυθιστόρημα του Κάφκα, «Στην κόψη του ξυραφιού» (Ziletky, 1994) του Ζντένεκ Τιτς.0 προσηλυτισμός των πληθυσμών της Τσεχοσλοβακίας στο χριστιανισμό εσήμανε, γενικά, την είσοδο στη χώρα της ευρωπαϊκής μουσικής παράδοσης. Μεταξύ του 10ou και 11ou αι. γράφτηκε ο ύμνος «Κύριε ελέησον» (Hospodine pomilujny), ένα από τα πρώτα δείγματα γρηγοριανού μέλους με λαϊκό κείμενο. Την ίδια περίοδο γεννήθηκε το λειτουργικό δράμα, που είναι χαρακτηριστικό γιατί χρησιμοποιεί λαϊκές μελωδίες πάνω σε λατινικά κείμενα. Το πιο αντιπροσωπευτικό έργο του είδους αυτού είναι «Η παρουσίαση της Μαρίας» (Repraesentatio mariana, 13ος αι.). Η πραγματική όμως τσεχική μουσική άνθηση χρονολογείται από το 14o αι. με τη δραστηριότητα στη Βοημία του Γάλλου ποιητή και μουσικού Γκιγιόμ ντε Μασό (1300-1377) και με την παραγωγή των πρώτων μεγάλων κειμένων της βοημικής πολυφωνίας. Αρκεί να αναφέρουμε τους ιερούς ύμνους του μάγιστρου Ζάβις, καθώς και τα πρώτα δείγματα μονωδίας συνοδευόμενης από όργανο.
Στη διαμόρφωση μιας καθαρά τσεχικής μουσικής έκφρασης, με θρησκευτικό χαρακτήρα, επέδρασε το κίνημα του Χους.
Ύστερα από μια περίοδο στασιμότητας, το 15o αι., σημειώθηκε κατάτο δεύτερο μισό του 16ou αι. νέα ανάπτυξη του πολυφωνικού ύφους από τους Τόμεκ, Γκόρντρασεκ και τους Βοημούς Αδελφούς. Κατά τους δύο επόμενους αιώνες, ο χαρακτήρας της μουσικής γίνεται οριστικά ευρωπαϊκός.
Ανάμεσα στους πολλούς συνθέτες της εποχής εκείνης αναφέρουμε το μοναχό Mn. Τσερνοχόφσκι (1684-1740), τους Γ. Β. Στά-μιτς (1717-1757), Φ.Ξ. Ρίχτερ (1709-1789), το βιολιστή Φ. Μπέντα (1709-1786) και τον Γ. Μίσλιβετσεκ (1737-1781), που με το όνομα Βενατορίνι ασχολήθηκε με το μελόδραμα: «Βελλεροφόντης» (1767), «Αρμίδη».
Κατά το πρώτο μισό του 19oυ αι. σημειώνεται μια αργή αλλά σταθερή μουσική μεταστροφή σε εθνικά θέματα. Με αυτή συνδέονται οι Μπέντρζιχ Σμέτανα (1824-1884), Άντονιν Ντβόρζακ (1841-1904) και αργότερα, στον 20ό πια αι., ο Λέος Γιάνατσεκ (1854-1928).
0 Σμέτανα υπήρξε ο πραγματικός ιδρυτής, με τα συμφωνικά ποιήματα του και το θεατρικό του έργο: «Η πατρίδα μου» (Ma Vlast), «Η πουλημένη μνηστή» (Prodana nevesta, 1886), «Ντάλιμπορ» (Dalibor, 1868), «Ο τοίχος του διαβόλου» (Certova Stena) της εθνικής τσεχικής σχολής.
Αρκετά διαφορετικού χαρακτήρα είναι το έργο του Ντβόρζακ, που απέδωσε με ευρωπαϊκούς όρους την εθνική μουσική. Υπήρξε μεγάλος συνθέτης συμφωνιών και το έργο του απηχεί έντονα την επίδραση του Μπραμς. Στον τομέα του μελοδράματος συνέθεσε κωμικές και δραματικές όπερες. Τα καλύτερα επιτεύγματα του είναι η μουσικά πλούσια όπερα «0 διάβολος και η Κατερίνα» (Certa Kaca, 1899) και η «Ρούσαλκα» (Rusal-ka, 1901), στην οποία διακρίνει κανείς τόνο και ύφος που απαντούμε αργότερα στον Γιάνατσεκ. 0 τελευταίος αυτός είναι προσκολλημένος στην κουλτούρα της πατρίδας του Μοραβίας.
Η μεγαλοφυΐα του φτάνει στην πληρότητα της στο μελόδραμα. Αρκεί να αναφέρουμε το «Γένουφα» (Jenufa, 1904), διαποτισμένο με ένα λεπτό συμβολισμό, το «Κάτα Κα-μπάνοβα» (Kata Kabanova, 1922) και το «Από το σπίτι των πεθαμένων» (Ζ mrtveho domu, 1928), που διακρίνεται για το σκληρό ρεαλισμό του. Η διδασκαλία του αποτέλεσε το ξεκίνημα της μοραβικής σχολής με τους Ε. Άξμαν (1887-1949), ο Β. Πέτρελκα και Μπ. Μπάκαλα. Μια ιδιαίτερη θέση κατέχει ο Ά-λοϊς Χάμπα, τολμηρός πειραματιστής νέων γλωσσικών δυνατοτήτων. Στις τελευταίες γενιές παρατηρείται ένα ενδιαφέρον για την πρωτοποριακή μουσική. Αναφέρουμε τους Β. Ντόμπιας (1909), Ε. Σούχον (1908), Γ. Σνέιντλ (1908), και Κ. Σλάβγικι (1910).Στην Τσεχία οι γιορτές του καρναβαλιού παίζουν σημαντικό ρόλο και περιλαμβάνουν ιδιαίτερα τοπικά έθιμα. Στη Βοημία γίνεται ακόμα και σήμερα ο «δρόμος των γενειοφόρων», που έχει για πρωταγωνιστές νέους μεταμφιεσμένους σε τσιγγάνους, Εβραίους και χασάπηδες.
Στη Μοραβία, κάθε κοινότητα φροντίζει να διαλέγει δύο ζευγάρια εύπορων «ηλικιωμένων», στους οποίους ανήκει η τιμή να οργανώσουν τον κυριότερο χορό του καρναβαλιού και κάθε ζευγάρι παίρνει ως ανταμοιβή ένα συμβολικό σπαθίτης εξουσίας, πλούσια διακοσμημένο από τα κορίτσια της περιοχής. Οι Βοημοί διαθέτουν μια έμφυτη προδιάθεση για τη μουσική. Οι λίγες μορφές λαϊκών χορών και τραγουδιών που έχουν επιζήσει - ιδιαίτερα στο βουνό - δίνουν ακόμα ένα ολοκληρωμένο μέτρο της ομορφιάς της φολκλορικής μουσικής τέχνης. Αλλά στους τελετουργικούς χορούς και σε εκείνους με πολεμικό θέμα, οι Τσέχοι δείχνουν μια ασυνήθιστη παλικαριά. Τυπικός είναι ο χορός των Βλάχων της Μοραβίας, γνωστός με το όνομα «χορός των ληστών». Με το χορό αυτό αναπαριστάνεται η ζωή της ομάδας των «Συντρόφων του δάσους»: μιας εύθυμης συντροφιάς από ληστές που στα παλιά χρόνια λήστευε τους πλούσιους για να βοηθά τους φτωχούς. Ανάμεσα στους άλλους πολυάριθμους χορούς της περιοχής αναφέρουμε την «πόλκα» και τη «ρέιντοβακ» που προέρχονται από τη Βοημία, όπως και το χαριτωμένο «σά-τετσεκ».
0 πλούτος αυτός χορών και τραγουδιών διατηρείται σήμερα από τους «Σόκολ« (γυμναστικοί και φολκλορικοί σύλλογοι). Κάθε χρόνο στην κωμόπολη Στράζνιτσε, στα σύνορα Μοραβίας και Σλοβακίας, γίνεται ένα από τα σπουδαιότερα φολκλορικά φεστιβάλ της περιοχής αυτής. Στις αγροτικές ζώνες διατηρούνται πολυάριθμες τελετουργίες και τραγούδια που έχουν σχέση με τη θρησκεία. Πολυάριθμα είναι επίσης τα θρησκευτικά τραγούδια που συνοδεύουν τις κυριότερες γιορτές του χρόνου.
Στη Μοραβία, μετά το χριστουγεννιάτικο δείπνο, και στη Βοημία την ημέρα του Αγίου Στεφάνου, τα παιδιά συνηθίζουν να πηγαίνουν από σπίτι σε σπίτι, τραγουδώντας τα «κόλεντε» (τα χριστουγεννιάτικα κάλαντα). Τα Χριστούγεννα συνδέονται επίσης με πολλά έθιμα και τελετουργικά προχριστιανικής προέλευσης. Την ημέρα των Θεοφανείων, η Τσέχα χωρική με τρία στάχυα βουτηγμένα στον αγιασμό ραντίζει όλα τα μέρη του σπιτιού της και καίει λιβάνι.
Η ανάμειξη χριστιανικών και ειδωλολατρικών στοιχείων γίνεται ακόμα πιο φανερή στις γιορτές που χαιρετίζουν τον ερχομό της άνοιξης καιτου καλοκαιριού.Η βοημική κουζίνα έχει επηρεαστεί από τη γερμανική και όπως κι αυτή δεν διαθέτει πολλή φαντασία. Η μαγειρική τέχνη περιστρέφεται γύρω από δύο βασικούς άξονες: την μπίρα και το βραστό. Για τη συνοδεία της μπίρας, ιδιαίτερα εκείνης της Πίλσεν, της θαυμάσιας Ούρκουελ, οι Τσέχοι τρώνε λουκάνικα και κρέας καπνιστό πολύ νόστιμο. Οι περιφημότερες σπεσιαλιτέ είναι τα λουκάνικα με ραπανάκια, το αίμα χοίρου τηγανισμένο με αλεύρι και το σαλάμι της Μοραβίας. Εθνικό πιάτο είναι το βραστό, που συνοδεύεται από πολυάριθμες σάλτσες, στις οποίες διαπιστώνει κανείς τη φαντασία της Βοημής νοικοκυράς.
Εθνική σούπα είναι η «μπράμπορατσκα» (bramboracka}: πρόκειται για μια νόστιμη σούπα από πατάτες (bram-bor), με μανιτάρια.
Ο δημιουργός της σύγχρονης τσέχικης μουσικής, Μπέντρζικ Σμέτανα.
Ο τσεχοσλοβακικός κινηματογράφος έχει μεγάλη διεθνή εκτίμηση. Εδώ, μια σκηνή μάχης μεταξύ ουσιτικών δυνάμεων και βασιλικού στρατού, από την τριλογία των ουσιτικών πολέμων (που αποτελείται από τις ταινίες: «Γιαν Χους», «Γιαν Ζίζκα», «Εναντίον όλων») του Ότακαρ Βάβρα (1954-58).
Οι Τσέχοι χρησιμοποίησαν στον κινηματογράφο καλύτερα από κάθε άλλον τις μαριονέτες. Εδώ, εικόνα από το «Όνειρο καλοκαιρινής νύχτας» (1958).
Τοιχογραφία που εικονίζει το μάγιστρο Θεοδώριχο, έργο άγνωστου καλλιτέχνη της Τσεχίας του 14ου αιώνα. (Παρεκκλήσι Κάρστεν, Τσεχία).
«Ομιλία στο Όρος των Ελαιών», έργο του ζωγράφου του Βίσι Μπροτ, τμήματος από το πολύπτυχο των Παβών.
Πρωσοπογραφία του μινιατουρίστα έργο ενός από τους σημαντικότερους Τσέχους εκπροσώπους της ζωγραφικής του 18ου αιώνα, Γιαν Κούπετσκι.
«Ο δρόμος του χωριού» έργο του ζωγράφου Βάκλαβ Ράμπας το 1936.
Λεπτομέρειες του γλυπτού διάκοσμου του ιερού της Λέβοτσα, έργο του μάστορα Παϊβελ.
Η Ροτόντα στην αυλή του Γίντρζιχουφ Χράντετς, έργο του Τζοβάνι Μαρία Φακόνι. Αποτελεί δείγμα της Αναγέννησης που εδραιώθηκε στην Τσεχία.
Λεπτομέρειες του γλυπτού διάκοσμου του ιερού της Λέβοτσα, έργο του μάστορα Παϊβελ.
«Η ανάσταση των νεκρών», μικρογραφία από το Ευαγγέλιο του Βίσερατ, χρονολογημένη στα 1085.
Το εσωτερικό της ρωμανικής βασιλικής του Αγίου Γεωργίου στην Πράγα, χτισμένη το 1000 μ.Χ. Κάτω από την αψίδα διατηρείται ο τάφος του Βρατίσλαου Α’ ο οποίος στα 920 είχε κτίσει τον πρώτο ναό ολόκληρο από ξύλο.
Ένα από τα σημαντικότερα έργα της μεταβατικής περιόδου από το ρομανικό στο γοτθικό ρυθμό είναι το θύρωμα αυτό του αβαείου των Κιστερκιανών του Τίσνωφ, του 13ου αιώνα.
«Η Αγία Αικατερίνη», ξυλόγλυπτο του 14ου αιώνα, στο παρεκκλήσι του πύργου του Κάρλστεϊν.
Ο Τσέχος συγγραφέας Γιούλιους Φούτσικ επηρέασε σημαντικά τη στρατευμένη λογοτεχνία με το βιβλίο «Γραμμένο με τη θηλειά στο λαιμό».
Σύνοδος του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου στην Πράγα (φωτ. ΑΠΕ).
Εκδήλωση διαμαρτυρίας για την οικονομική και κοινωνική πολιτική της κυβέρνησης στην Πράγα (φωτ. ΑΠΕ).
Ο πύργος Κάρλστεϊν, στα περίχωρα της Πράγας, που τον έχτισε το 1348 ο Κάρολος Δ’ βασιλιάς της Βοημίας και αυτοκράτορας.
Το μνημείο του Γιαν Ζίσκα, στο ύψωμα Βίτεκ (σήμερα Ζίσκωφ) στην Πράγα, όπου ο Τσέχος ήρωας νίκησε το 1420 τα στρατεύματα του Σιγισμούνδου.
Η είσοδος των γερμανικών στρατευμάτων έγινε δεκτή από τους κατοίκους της Πράγας με πόνο και οργή.
Ο λαός της Πράγας υποδέχεται τον Τόμας Μάζαρικ (1918), πρώτο πρόεδρα της Τσεχοσλοβακικής δημοκρατίας.
Η ασταθής πολιτική ενότητα μεταξύ Βοημών, Μοραβών, Σλοβάκων και άλλων εθνικών ομάδων (Γερμανών, Ούγγρων), που δημιούργησε η συνθήκη ειρήνης το 1919, διαλύθηκε το 1939 με τη γερμανική εισβολή. Στη φωτ., ο Χίτλερ μπαίνει στην Πράγα.
Ο αυτοκράτορας Κάρολος Δ’ σε τοιχογραφία του πύργου του Κάρλστεϊν που χτίστηκε από τον ίδιο.
Κρυστάλλινα είδη της περίφημης βοημικής υαλουργίας.
Οι εγκαταστάσεις του πυρηνικού εργοστασίου στην πόλη Τέμελιν της Τσεχίας (φωτ. ΑΠΕ).
Χημικό εργοστάσιο δίπλα στον ποταμό Έλβα (φωτ. ΑΠΕ).
Η έδρα της Τσεχικής Ραδιοτηλεόρασης στην Πράγα (φωτ. ΑΠΕ).
Άποψη κατοικημένης περιοχής της Μοραβίας.
Η πλατεία της Παλαιάς Πόλης στην Πράγα, καρδιά της τσεχικής πρωτεύουσας.
Άποψη της Πράγας, πρωτεύουσας της Τσεχίας. (φωτ. ΑΠΕ).
Άποψη κατοικημένης περιοχής της Μοραβίας.
Ο ορεινός όγκος των Τάτρα στα ανατολικά της Τσεχίας.
Η Βοημία είναι ένα υψίπεδο με ανυψωμένα κράσπεδα και διαρρέεται από τους ποταμούς Έλβα και Μολδάβα. Στη φωτογραφία η λεκάνη Σλάπυ.
Φωτογραφία της Τσεχίας, τραβηγμένη από δορυφόρο της ΝΑΣΑ (φωτ. NASA, earth.jsc.nasa.gov).
Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Τσεχίας Συντομευμένη ονομασία: Τσεχία Έκταση: 78.866 τ.χλμ Πληθυσμός: 10.256.760 (2002) Πρωτεύουσα: Πράγα
Το μνημείο Τρίνιτι στο Όλομουτς της Τσεχίας, το οποίο ανακυρήχθηκε μέρος της Παγκόσμιας Κληρονομιάς της ΟΥΝΕΣΚΟ (φωτ. ΑΠΕ).
Γλυπτό συντριβάνι στην Πράγα (φωτ. ΑΠΕ).
Μια επιβλητική φυσική γέφυρα δεσπόζεισε ένα τμήμα της άνω κοιλάδας του Έλβα, στα Σουδητικά όρη.
Dictionary of Greek. 2013.